φωτογραφία: www.actualno.com
Οι διαπραγματεύσεις για το πολυετές χρηματοοικονομικό πλαίσιο της ΕΕ ολοκληρώθηκαν, μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων BGNES. Οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών συμφώνησαν το ανώτατο όριο στον προϋπολογισμό της ΕΕ για τα επόμενα επτά χρόνια να φτάσει τα 960 δισ. ευρώ. Την προηγούμενη περίοδο 2007-2013 το όριο αυτό ανερχόταν σε 1 τρισεκατομμύριο ευρώ. Τα προβλεπόμενα έξοδα στον καινούργιο προϋπολογισμό είναι 908,4 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες της Βουλγαρικής Κρατικής Τηλεόρασης, η Βουλγαρία πέτυχε το μέγιστο δυνατό στις διαπραγματεύσεις. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη χώρα τα επόμενα επτά χρόνια αυξάνονται και ανέρχονται σε 15,2 δισ. ευρώ. Το καθαρό εισόδημα από ευρωπαϊκά κονδύλια είναι 12 δισ. ευρώ και η Βουλγαρία με αυτόν τον τρόπο θα είναι ο μεγαλύτερος παραλήπτης κονδυλίων στην ΕΕ ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Για τη γεωργία, η οποία ήταν από τα πιο ευαίσθητα θέματα, η Βουλγαρία θα παραλάβει 7,7 δισ. ευρώ – κατά 2 δισ. περισσότερα. Αυτό σημαίνει πως το 2014 για ένα εκτάριο η άμεση βοήθεια θα είναι 184 ευρώ (18,4 ευρώ ανά στρέμμα, δηλαδή λίγο παραπάνω από 36 λέβα – ποσό κατά 10 λέβα (περίπου 5 ευρώ) μεγαλύτερο σε σύγκριση με το 2012). Μέχρι το 2020 η βοήθεια θα φτάσει τα 230 ευρώ. Μέτα από το 2016 όμως δεν θα υπάρχουν εθνικές επιδοτήσεις.
Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώνεται όμως στα Ταμεία Συνοχής, δηλαδή στα κονδύλια για την ανάπτυξη των περιφερειών και για τις υποδομές, από τα οποία η Βουλγαρία θα λάβει 7 δισ. ευρώ.
Ως αποζημίωση για την απενεργοποίηση των αντιδραστήρων του Πυρηνικού Σταθμού στο Κοζλοντούι η χώρα θα λάβει 240 εκατομμύρια ευρώ.
Αντικατοπτρίζοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ΕΕ, αυτός θα είναι ο πρώτος στην ιστορία της Ένωσης προϋπολογισμός ο οποίος θα περιορίσει τα έξοδά της κατά 3%. Ταυτόχρονα, ο προϋπολογισμός αποτελεί μόνο το 1% του ΑΕΠ της ΕΕ.
Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον με την υποστήριξη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ επέμενε να μην αυξάνονται τα έξοδα σε μια περίοδο οικονομικών δυσκολιών και ύφεσης για ένα μέρος των κρατών-μελών. Η Γαλλία και η Ιταλία υποστήριξαν την αντίθετη άποψη, επειδή κατά τη γνώμη των ηγετών τους τα περισσότερα έξοδα παροτρύνουν την ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε μια περίοδο εξαιρετικά υψηλής ανεργίας.