Ο Βούλγαρος υπουργός Οικονομικών Βλαντισλάβ Γκοράνοφ
Σε επιστολή του προς τον Ευρωπαίο Επίτροπο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης Πιέρ Μοσκοβισί, ο Βούλγαρος υπουργός Οικονομικών Βλαντισλάβ Γκοράνοφ εκφράζει την έντονη ανησυχία του σχετικά με την απόφαση της Ελλάδας να επιβάλλει προληπτικά φόρο ύψους 26% στις συναλλαγές μεταξύ βουλγαρικών και ελληνικών ετιαρειών, διότι μπορεί, όπως λένε, να είναι εικονικές.
Ο στόχος της Ελλάδας είναι να καταπολεμήσει την εξαγωγή κερδών προς τη Βουλγαρία, όπου η φορολογία είναι χαμηλότερη. Για το λόγο αυτό η Αθήνα θα παρακρατεί προληπτικά το 26% (όσος είναι ο εταιρικός φόρος στη χώρα) για όλους τους εταίρους και θα επιστρέφει τα ποσά μόλις αποδειχθεί πως ο στόχος τους δεν είναι η αποφυγή της καταβολής φόρου. Το Βουλγαρικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο έχει ήδη προειδοποιήσει πως η κίνηση αυτή θα αυξήσει το διοικητικό φόρτο για τις βουλγαρικές επιχειρήσεις, θα επηρεάσει αρνητικά την ρευστότητά τους, ενώ ταυτόχρονα δίνονται και πολύ μεγάλες αρμοδιότητες στην φορολογική διοίκηση της Ελλάδας.
Σύμφωνα με την επιστολή του Βούλγαρου υπουργού Οικονομικών Βλαντισλάβ Γκοράνοφ, οι φορολογικές διατάξεις που εγκρίθηκαν από την Ελλάδα είναι ασυμβίβαστες με τη νομοθεσία της ΕΕ και παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ. Ο Γκοράνοφ τονίζει πως η καθιέρωση φόρου της τάξης του 26% για όλες τις συναλλαγές με τη Βουλγαρία, την Ιρλανδία και την Κύπρο, περιέχει διακρίσεις και είναι ένα μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Έτσι θεωρείται εξ αρχής ότι οι συναλλαγές πραγματοποιούνται με στόχο την φορολογική απάτη ή την φοροδιαφυγή μόνο βάσει του γεγονότος πως τα εταιρικά φορολογικά καθεστώτα αυτών των τριών χωρών είναι πιο ευνοϊκά σε σχέση με το φορολογικό καθεστώς της Ελλάδας, αναφέρει στην επιτολή του προς τον Πιέρ Μοσκοβισί ο Βούλγαρος υπουργός Οικονομικών.
Ο Βλαντισλάβ Γκοράνοφ υπογραμμίζει πως η εταιρική φορολογία δεν μπορεί να εξετάζεται απομονωμένα, επειδή αποτελεί μέρος του μοντέλου του φορολογικού συστήματος που κάθε χώρα-μέλος της ΕΕ καθορίζει σύμφωνα με εθνικούς και ευρωπαϊκούς στόχους και προτεραιότητες τηρώντας πάντα την νομοθεσία της ΕΕ.
Το να επιτραπεί παρόμοια πρακτική σε μια χώρα-μέλος της ΕΕ θα είχε εξαιρετικά ισχυρές αρνητικές συνέπειες και θα υπονόμευε την συνολική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης, αναφέρεται μεταξύ άλλων στην επιστολή.