The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Ραιδεστός” της Σέβντα Σεβάν

10 Σεπτέμβριος 2015 / 14:09:27  GRReporter
53945 αναγνώσεις

Τα βράδια, ο άντρας της ασχολιόταν μόνο μαζί της. Χώνονταν μαζί στο δωμάτιό τους και κανείς δεν ήξερε τι έκαναν με τις ώρες εκεί, γιατί δεν ακουγόταν τίποτα. Ο Δαβίδ έβαζε τα χέρια του στην κοιλιά της, έσκυβε πάνω της, ακουμπούσε το μέτωπό του εκεί και ανάσαινε τη μυρωδιά από τις ξερές λεμονόφλουδες που η Σουρπίγκ έκρυβε στις δίπλες των φουστανιών της. Θριάμβευε με το μεγαλόψυχο θρίαμβο αυτών που νίκησαν χωρίς να χρειαστεί να πολεμήσουν. Τον απομάκρυνε τρυφερά με τα ανάλαφρα, αέρινα χέρια της. Μόνη της του ζητούσε να πάνε στο άλλο δωμάτιο με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους. Καθόταν στο τραπέζι σαν να ήταν επισκέπτρια, χαμογελαστή, ευδιάθετη, σαν να συγχωρούσε τους πάντες και τα πάντα με την παρουσία της.

Η Οβσάνα ξεφυσούσε. Έδιωχνε τις θυγατέρες της από την κουζίνα. Έτριβε σαν μανιακή τα ολοκαίνουργια τεντζερέδια, άλλαζε θέση στα κουζινικά, έβαζε ναφθαλίνη στα ρούχα, τριγυρνούσε στην πόλη για να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές. Τσακωνόταν με το υπηρετικό προσωπικό, άρχισε να κόβει ξύλα μόνη της και να καθαρίζει μόνη της τα βαρέλια και τα καζάνια. Το κορμί της έμοιαζε με τεντωμένη χορδή και το δέρμα της μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο λαμπερό, όλο και πιο νεανικό. «Τι είναι αυτό που μου συμβαίνει πάλι; Χριστός κι Απόστολος...», σιγοψιθύριζε στον εαυτό της τα βράδια που ξέπλεκε μπροστά στον καθρέφτη τη μακριά της κοτσίδα και ανακάλυπτε αυτό το άχρηστο ξαναζωντάνεμα του κορμιού της. Αισθανόταν έκπληξη περισσότερο παρά κάποια κρυφή επιθυμία για άντρα, για κάποιον που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Δαβίδ ή τον πατέρα του και να κόψει επιτέλους αυτό το ώριμο μήλο που ήταν στην πραγματικότητα η ίδια.

Όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη της Σουρπίγκ τόσο συχνότερα ξεσπούσε η οργή της Οβσάνα. Δεν ήθελε να γίνει γιαγιά, δεν ήθελε να φροντίζει ξένο παιδί. Ένα σωρό κουταμάρες περνούσαν απ’ το μυαλό της, έκανε σχέδια, απειλούσε: αχ, αν ήταν ακόμα ζωντανός ο άντρας της! Θα γκαστρωνόταν και η ίδια και τότε θα έβλεπαν όλοι τους... Eίχε μεγαλώσει τα παιδιά της. Τα είχε μάθει ό,τι έπρεπε να τα μάθει ο πατέρας τους. Αλλά γιατί εκείνος έπρεπε να φύγει τόσο νωρίς; Της είχε αφήσει μόνο κάτι κιτρινισμένες φωτογραφίες με τη σφραγίδα της ανολοκλήρωτης ευτυχίας, την ανάμνηση του ασπρουλιάρικου κορμιού του και τα παιδιά, που ούτε ένα ευχαριστώ δεν γύρισαν να της πουν... Σήμερα αύριο θα έφευγαν και τα κορίτσια. Η Οβσάνα θα έμενε μόνη της, δυο φορές πιο μόνη μ’ αυτή την ξένη που είχε μπει στο σπίτι τους...

Κάτι τέτοιες στιγμές ο θυμός της φούσκωνε, γκρέμιζε τα τείχη του κάστρου που εντός του είχε κλειστεί με τη θέλησή της, γιατί πίστευε στο νόημα της θυσίας της, όπως οι άντρες πιστεύουν στη γη τους. Τώρα άρχισε να μισεί και τις θυγατέρες της...

Kατά τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης της Σουρπίγκ παντρεύτηκε και η Ταμάρ, η μεγαλύτερη από τις κόρες. Ήταν ένας γάμος βιαστικός, αν και έγινε από έρωτα. Ο Χραντ εδώ και καιρό τριγυρνούσε έξω από το σπίτι της χήρας. Ήταν φίλος του Δαβίδ, αλλά, γνωρίζοντας καλά τους κανόνες του σπιτιού, δεν τολμούσε να πάει και να ζητήσει την Ταμάρ ανοιχτά.

Ο γάμος του μεγάλου αδερφού τού έδωσε κουράγιο _ τώρα ο Δαβίδ είχε γίνει λιγότερο ζηλιάρης, καταλάβαινε καλύτερα τις αδυναμίες της ψυχής και του σώματος, τις γευόταν και ο ίδιος κάθε βράδυ.

Αλλά εκείνοι που αποφάσιζαν ήταν οι μεγάλοι. Έπρεπε να στείλει προξενητές να προετοιμάσουν την Οβσάνα. Αργότερα, αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, ο παπα-Μεσρόμπ θα έφερνε και το σταυρουδάκι του αρραβώνα. Ο Χραντ περνούσε κάμποσες φορές τη μέρα από το δρομάκι με τα μικρά κοσμηματοπωλεία. Κοίταζε και προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα φαινόταν κάθε σταυρουδάκι ξεχωριστά κάτω από το παρθενικό νυχτικό της Ταμάρ. Ποτέ μέχρι τη μέρα του γάμου τους δεν την είχε κοιτάξει σαν άντρας _ όταν τη συναντούσε έξω, η Ταμάρ συνοδευόταν πάντα είτε από τη μητέρα της είτε από μια υπηρέτρια που τη φώναζαν Ζεπιούρ-μάμα είτε από κάποια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα, όπως ήταν το έθιμο.

Την είχε πρωτοπροσέξει πριν από τέσσερα χρόνια, μια φορά που η Ταμάρ έπαιζε τυφλόμυγα με τις φίλες της. Ο Χραντ είχε έρθει να δει τον Δαβίδ. Η τυφλόμυγα μόλις είχε πιάσει την Ταμάρ, την πασπάτευε και προσπαθούσε να καταλάβει ποια ήταν. Οι άλλες χαχάνιζαν, σκουντούσαν η μία την άλλη, είχαν αναψοκοκκινίσει και φρόντιζαν να δείχνουν πιο πονηρές απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα, εξαιτίας της αντρικής παρουσίας. Εκείνος όμως κοίταζε σαν μαγεμένος τα χέρια της τυφλόμυγας, που γλιστρούσαν στον παιδικό ακόμα λαιμό της Ταμάρ... Από τότε είχε αρχίσει να χάνεται σ’ ένα παράξενο νέφος ομίχλης, αναγκάζοντας τη μητέρα του να του λέει συχνά: «Τι συμβαίνει; Σκέφτεσαι την αρραβωνιάρα σου;». Πράγματι, τη σκεφτόταν σαν να ήταν αρραβωνιαστικιά του. Δεν ήξερε αν τον σκεφτόταν κι εκείνη. Αλλά δεν τον βασάνιζαν αμφιβολίες, γιατί πάλι τότε, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, καθώς τα κορίτσια έδεναν τη μαύρη κορδέλα στα μάτια της, εκείνη τον είχε κοιτάξει. Και ο Χραντ είχε διαπιστώσει ότι το βλέμμα της ήταν βλέμμα γυναίκας...

Tags: Στη βιβλιοθήκη των γειτόνων στήλη αναγνώστες έργα λογοτεχνίας μεταφράσεις
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus