The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Ραιδεστός” της Σέβντα Σεβάν

10 Σεπτέμβριος 2015 / 14:09:27  GRReporter
54083 αναγνώσεις

Τα έργα βουλγάρικης λογοτεχνίας σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα

Αγαπητοί αναγνώστες,

Από σήμερα σας παρουσιάζουμε την καινούργια στήλη του GRReporter "Στη βιβλιοθήκη των γειτόνων" στην οποία θα σας παρουσιάζουμε αποσπάσματα έργων λογοτεχνίας Βουλγάρων συγγραφέων που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.

Καλή ανάγνωση!

Η Σέβντα Σέβαν γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1945 στη Βουλγαρία, όπου κατέφυγαν οι γονείς της μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Σόφια και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το γράψιμο. Μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αρμενίας, γίνεται η πρώτη πρέσβειρα της χώρας στη Βουλγαρία. Εκτός από τις ποιητικές συλλογές, τα μυθιστορήματα και τα ταξιδιωτικά αφηγήματα που έχει κυκλοφορησεί, έχει σκηνοθετήσει και δύο ντοκιμαντέρ: Γενοκτονία (1989) και Σφενδόνα (1998).

Ραιδεστός, 1905. Ένας αέρας δυνατός φυσάει στα παράλια της Προποντίδας. Στο λιμάνι, ένα πλήθος ανθρώπων πηγαινοέρχεται βιαστικά παρασυρμένο από τη δίνη της καινούριας μέρας. Αρμένιοι, Τούρκοι και Έλληνες αφήνουν τα σημάδια τους σ' αυτή την γη που τους τυλίγει με την γενναιοδωρία της, ανύποπτοι για τις αναταραχές που λαμβάνουν χώρα πέρα από το Βόσπορο ως τα βάθη της Ανατολής.

ΣΕΒΝΤΑ ΣΕΒΑΝ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΡΑΙΔΕΣΤΟΣ, ΡΑΙΔΕΣΤΟΣ

 

Όταν γεννήθηκε ο παππούς Δαβίδ, εγώ κύλησα από τα μάτια τού ουρανού και είδα. Είδα τα τρυφερά του όργανα. Είδα στο στήθος του δυο αδύναμα φτεράκια να ανοίγουν. Είδα τα δόντια του. Και έβαλα τα γέλια...

Όταν γεννήθηκε η γιαγιά _ η αιωνόβια Οβσάνα, μητέρα τού Δαβίδ που είχε γεννηθεί με δόντια _ εγώ ήμουν το άσπρο αίμα που κυλούσε στις σεντεφένιες φλέβες των βυζιών της. Και ήμουν ευλογημένη.

Όταν γεννήθηκε ο Χαΐγκ _ ο πατέρας εκείνων που γέννησαν εμένα _ εγώ ήμουν οστό. Τεντωνόμουν κι αναστέναζα. Αλλά ακόμα χαιρόμουν. Γιατί έρχονταν άντρες...

Κι όταν γεννήθηκε αυτή που πήρα τ’ όνομά της, δεν με είδε κανείς. Δεν με άγγιξε κανείς. Δεν με γνώρισε κανείς. Ήμουν αγάπη. Kαι φώτιζα απλά...

Έτσι γεννήθηκα εγώ _ από φως, οστά και δάκρυα.

Δεν διάλεξα εγώ τ’ όνομά μου, ούτε επινόησα εγώ τον εαυτό μου.

Αλλά έτσι που έζησα μέχρι σήμερα, κατάλαβα ότι και το όνομα και η σάρκα είναι σαν τα χιόνια που λιώνουν την άνοιξη. Και σαν το φεγγάρι που δεν αφήνει σημάδια στη μέρα. Και μόνο ο άνεμος _ αυτός ο αιώνια τρελός _ πατάει, σηκώνει κι ανακατεύει τη σκόνη μας κάτω από τούτο τον ουρανό. Κατάλαβα ακόμα ότι αυτή η σκόνη τρέφει και τα χωράφια και το δέντρο και την πέτρα και το βάλτο... Και ζει ανάμεσά τους ο άνθρωπος... Σκέφτηκα τι όμορφα που είναι όλα τα έργα των χεριών του. Αλλά έπειτα είδα ότι οι δαντέλες και τα κουρέλια μοιάζουν πολύ.

Κι αναρωτήθηκα: άραγε, με τι να μοιάζει η δικιά μας η ζωή;

Ι

O Δαβίδ γεννήθηκε στη Ραιδεστό, στα παράλια της Προποντίδας _ εκεί που τελειώνει το κράτος των ανθρώπων και αρχίζει η θάλασσα. Γεννήθηκε πλούσιος. Μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει το βλέμμα _ κι ακόμα παραπέρα _ η γη ήταν δική του. Δυνατή, σοφή γη, που γεννούσε χωρίς κόπο. Ο Δαβίδ είχε αμπέλια, λιβάδια, ποτάμια. Είχε περιβόλια, μαντριά, αμυγδαλεώνες και τόσο κρασί, που πολλά από τα βαρέλια του κάθε χρόνο έσκαγαν. Όμως, «ό,τι χύνεται, επιστρέφει διπλό», έλεγε ο Δαβίδ, και πράγματι η γη του ήταν γενναιόδωρη. Πουθενά γύρω της δεν υπήρχαν φράχτες. Δεν χρειάζονταν _ στα κτήματά του δούλευε τόσο πολύς κόσμος που από μακριά νόμιζες ότι γινότανε παζάρι. Εκατό άμαξες διασταυρώνονταν στα λιβάδια του, τα πρόβατα και τα άλλα ζωντανά του ήταν αμέτρητα. Κανείς δεν τα μετρούσε

_ πολλαπλασιάζονταν ελεύθερα.

Ο Δαβίδ δεν ήταν όμορφος, ήταν δυνατός σαν τα άλογά του. Πλενόταν έξω στην αυλή όλες τις μέρες του χρόνου. Έβγαζε το λευκό μάλλινο ζωνάρι του, ξεκούμπωνε τα κουμπιά της πουκαμίσας του, που ο όρθιος γιακάς της προστάτευε το σβέρκο του σαν λαιμαριά· έβγαζε τις μπότες του, τις άσπρες κάλτσες του και για μια στιγμή στεκόταν όρθιος, με τα χέρια ανοιχτά μπροστά στο φαρδύ, μπρούντζινο λαιμό της κρήνης που είχε χτίσει ο πατέρας του. Ύστερα έσκυβε πάνω από τη γεμάτη σκάφη και έπλενε πρώτα το στήθος του. Έτριβε το κορμί του αργά με τις γεμάτες σαπουνάδα παλάμες του και μούγκριζε από ευτυχία με την πλάτη γυρισμένη στον πίδακα του νερού, που εδώ και είκοσι πέντε χρόνια δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή να τρέχει.

Μέχρι που παντρεύτηκε, δίπλα του στεκόταν η μητέρα του

_ όρθια και με μια πετσέτα στο χέρι, έτσι όπως έκανε και με τον άντρα της. Ο Δαβίδ έπαιρνε το πρόσωπό της στις παλάμες του και ακουμπούσε τα χείλη του στο μέτωπό της... Ύστερα καβαλίκευε το άλογό του κι όλη τη μέρα τριγυρνούσε στα κτήματά του, που τα διαφέντευε μόνος του.

Ποτέ δεν κουβαλούσε όπλο πάνω του, γιατί αγαπούσε όλα τα πλάσματα του Θεού.

Ντρεπόταν τις γυναίκες. Αισθανόταν ότι κι αυτές τον ντρέπονταν. Στην πραγματικότητα γνώριζε μόνο τη μητέρα του και τις δύο αδερφές του. Οι άλλες ήταν φίλες και γειτόνισσές τους, ξαδέρφες και θείες, αξιοσέβαστες ηλικιωμένες γυναίκες, που πήγαιναν μαζί στην εκκλησία τις γιορτές, μαζί στους γάμους και στις κηδείες. Τότε τα μάτια του Δαβίδ συναντούσαν τα έντονα βλέμματα των κοριτσιών, όλο και πιο συχνά όσο τα σώματά τους μεγάλωναν και ήταν πια δύσκολο να κρυφτούν οι καμπύλες τους κάτω απ’ τα ριχτά φουστάνια τους από γυαλιστερό ύφασμα. Ο Δαβίδ φοβόταν μήπως σπάσουν και γι’ αυτό άφηνε τη δύναμή του να φτάνει μόνο μέχρι τα μάτια _ κάνοντας μάγουλα και λαιμούς να φουσκώνουν και να κοκκινίζουν _ και ύστερα μαζευόταν απότομα και κρυβόταν πίσω από τους φερετζέδες των σκοτεινών ανατολίτικων βλεφάρων του.

Ένιωθε ότι του άρεσαν όλες.

Είχε «γνωρίσει» μόνο μία, αλλά εκείνη δεν ήταν γυναίκα σαν τις άλλες, γιατί δεν πήγαινε στην εκκλησία ούτε έβγαινε έξω να τη δει ο ήλιος. Του άρεσε η μυρωδιά και η ζεστασιά του σπιτιού της, που αργότερα το θυμόταν σαν ένα τεράστιο κρεβάτι που πάνω του είχε αφήσει κάτι από τον εαυτό του. Eίχε μείνει κάμποσες ώρες εκεί κι όταν έφυγε ένιωθε κουρασμένος και ξεκούραστος ταυτόχρονα, ελεύθερος από τους λυγμούς που τόσον καιρό κρύβονταν στο λαιμό του. Κάμποσες μέρες στη σειρά πήγαινε πέρα δώθε σαν ζαλισμένος, δεν καθόταν στο τραπέζι με τους άλλους, ήθελε να τρώει μόνος του στο δωμάτιό του, αισθανόταν θλίψη και ενοχή, χωρίς να μπορεί να καταλάβει ποια ήταν η αιτία. Δεν υπήρχε άλλος άντρας στο σπίτι, να κάτσει δίπλα του και να του πει ότι ήταν καιρός να παντρευτεί κι αυτός, ν’ αποκτήσει δική του γυναίκα.

Πρώτη το κατάλαβε η μητέρα του. Δεν είπε τίποτα, γιατί ο Δαβίδ ήταν άντρας και δεν της επιτρεπόταν να μπλέκεται στις δικές του αντρικές υποθέσεις. Την τρόμαζε η σκέψη ότι μια μέρα θα περνούσε σε «δεύτερη μοίρα». Υπήρχαν ήδη πολλές γυναίκες στο σπίτι· δεν χρειάζονταν άλλες. Ενώ εκείνος ήταν ένας. Έχωνε τα χέρια της στην μπουγάδα και ξεχνιόταν μες στις σαπουνάδες με τα πουκάμισά του _ φαρδιά, αντρίκεια, ίδια μ’ εκείνα του πατέρα του. Ο Θεός δεν θέλησε να την αφήσει να χαρεί για πολύ τον έγγαμο βίο. Κι όλος ο πόθος που κρυβόταν μέσα της γι’ αυτόν τον ένα και μοναδικό άντρα απλωνόταν και στο νερό της πλύσης, μέχρι που τα χέρια της μαραίνονταν από τη θλίψη.

Η Οβσάνα ήταν ακόμα νέα, με κορμί γερό και όμορφα μαλλιά. Και η αγάπη της για τον Δαβίδ ήταν το πιο δυνατό πράγμα στον κόσμο.

Κι άρχισε να του ψάχνει νύφη.

Τη βρήκε ένα αυγουστιάτικο απόγευμα στο λιμάνι. Είχε έρθει να παραγγείλει κρόσσια στον έμπορο Ζαφείρη που πηγαινοερχόταν στην Πόλη μια φορά τη βδομάδα. Το κορίτσι στεκόταν μόνο του στο μόλο σαν χαμένο, δεν τολμούσε να μιλήσει ούτε στ’ αρμένικα ούτε στα τούρκικα. Μαυριδερό, μαζεμένο, έμοιαζε με λεπτή στήλη καπνού. Γύρω της πηγαινοέρχονταν ψαράδες, ασκέρια, κάμποσοι ελεύθεροι άντρες με μουστάκια και λοξά βλέμματα· δυο τρεις χανούμισσες με φερετζέδες κουβαλούσαν τους μποξάδες και τα παιδιά τους στο καΐκι που μόλις είχε φτάσει και ετοιμαζόταν να αποπλεύσει και πάλι. Οι χαμάληδες της πόλης, ο Αλή και ο Σπύρος, κάθονταν κατάχαμα στα πλακάκια μπροστά από την παράγκα του τελωνείου κι έπιναν ήσυχα το τσάι τους, αφού είχαν δει ότι ετούτο το πλεούμενο δεν είχε δουλειά για τις πλάτες τους. Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση. Οι βάρκες κινούνταν ράθυμα στη λεπτή γραμμή του ορίζοντα. Από τον καφενέ του Χοβσέν ερχόταν μια μυρωδιά από καλοκαβουρδισμένο καφέ κι ακούγονταν ήχοι μαντολίνου _ οξείς, αραιοί, σαν ψιχάλες πάνω σε λαμαρίνα. Τέτοια ώρα, οι λιγοστοί πελάτες ήταν Τούρκοι, μόνοι συνήθως, χωρίς παιδιά και οικογένειες. Δεν είχαν το έθιμο να επιστρέφουν το σούρουπο στο σπίτι τους, να κάθονται στην αυλή για να πιουν τη μαστίχα τους, ανάμεσα σε γυναικόπαιδα που, όπως είναι το σωστό και το πρέπον, θα έσπευδαν να τους δείξουν το σεβασμό τους και να τους φέρουν λεκάνες για να πλυθούν.

Η Οβσάνα πήρε την απόφαση να βοηθήσει την άγνωστη χριστιανοπούλα.

Ούτε που της πέρασε από το μυαλό ότι μια μέρα αυτό το κορίτσι θα ξάπλωνε στα σεντόνια του γιου της _ σεντόνια από την προίκα που είχε κεντήσει η ίδια και είχε στολίσει με δαντέλες και ξόμπλια πολλά, για την περίπτωση που θα τους τύχαινε νύφη «ξυπόλητη». Είχε φτιάξει αυτά τα προικιά χωρίς αγάπη, με πείσμα και νεύρα για τη νύφη που έλεγε κιόλας απ’ τα πριν ότι «την ήξερε καλά» εκείνη. Δεν της περνούσε από το μυαλό ότι θα ήταν η Σουρπίγκ, το ορφανό της αδερφής του χατζή Χατσικιάν από την Πόλη, μια γατούλα που είχε βρει το κουράγιο να φύγει απ’ το πατρικό της όταν ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε και να βρει καταφύγιο στο σπίτι του θείου της. Δεν της περνούσε από το μυαλό ότι αυτό το ορφανό θα έπαιρνε το όνομά της, θα γινόταν μητέρα των εγγονιών της και αφέντρα της περιουσίας της. Αλλά ο Θεός έχει τα δικά Του σχέδια! Την είχε φέρει εκεί, εκείνη τη μέρα κι εκείνη την ώρα, γιατί ήθελε να συναντηθούν. Ήθελε να τις οδηγήσει μαζί, πιασμένες χέρι χέρι, σ’ εκείνη την όχθη του Ευφράτη, μπροστά στη Στύγα που θα κατάπινε τα πάντα, χωρίς να νοιαστεί για χωράφια, αμπέλια και μποξάδες, χωρίς να νοιαστεί για τη ζωή· για ολόκληρη τη ζωή, αυτή που είχε περάσει κι εκείνη που θα ερχόταν μετά το θάνατό τους...

Eίχε σουρουπώσει για τα καλά και η Οβσάνα ετοιμαζόταν να σταυρώσει το ψωμί, όταν ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Η Μελβίν και η μεγαλύτερη κόρη, η Ταμάρ, έστρωναν το τραπέζι με την επιδεξιότητα και την ταχύτητα που τους είχε διδάξει η μητέρα τους. Σε μια γωνίτσα του τραπεζομάντιλου, κοντά στο στρίφωμα, αχνοφαινόταν ένας μικρός λεκές από λάδι. Το τραπέζι ήταν σχεδόν έτοιμο, αλλά οι δύο αδερφές κοιτάχτηκαν κι άρχισαν να ξαναμαζεύουν τα πιάτα. Η Ταμάρ άνοιξε το σεντούκι που βρισκόταν κάτω από το παράθυρο κι έβγαλε ένα καινούργιο τραπεζομάντιλο. Τα κορίτσια το έπιασαν από τις άκρες και το έστρωσαν στο τραπέζι, έβαλαν ξανά τα πιάτα στη θέση τους και περίμεναν την Οβσάνα να δώσει την άδεια να αρχίσουν το δείπνο.

Τα χτυπήματα στην πόρτα ακούστηκαν και πάλι, ετούτη τη φορά πιο αβέβαια.

Ο Δαβίδ σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα στη Σουρπίγκ. Το βραδινό αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα χάιδεψε τη λάμπα πετρελαίου που κρατούσε στο χέρι του, η φλόγα της έγειρε μπροστά και το πρόσωπο της Σουρπίγκ έμεινε στο σκοτάδι. Ύστερα το φως γλίστρησε στα χείλη της που ήταν μισάνοιχτα, με δυο δοντάκια να προβάλλουν ανάμεσά τους _ το πιο ωραίο της χαρακτηριστικό. Στεκόταν μπροστά του με τεντωμένο λαιμό, τον κοιτούσε με τη μικρή της μύτη, με τους φτενούς της ώμους.

Τη γνώρισε αμέσως.

Αργότερα ο Δαβίδ προσπάθησε πολλές φορές να φέρει και πάλι στη μνήμη του εκείνη την πρώτη στιγμή της συνάντησής τους, αλλά δεν τα κατάφερνε, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξαναζήσει τα σημαντικά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή του.

Ο Δαβίδ τότε δεν ήξερε τίποτα για την ανιψιά του χατζή Χατσικιάν. Δεν ήξερε ότι το απόγευμα η μητέρα του της είχε δείξει το σπίτι που έψαχνε· ούτε ότι την είχε αφήσει να τα βγάλει πέρα μόνη της, όπως ολομόναχη τα είχε βγάλει πέρα μέχρι εκείνη τη στιγμή κι όπως είχε κάνει και η ίδια η Οβσάνα σ’ όλη της τη ζωή· ούτε ακόμα ότι αποχαιρετώντας την της είχε παραγγείλει να μεταφέρει τα χαιρετίσματά της στην κυρία Χατσικιάν και, μόλις τακτοποιηθεί, να πάρει τη θεία της και να της έρθουν επίσκεψη.

Ω, πρώτε ήλιε της αγάπης! Ήταν Αύγουστος και η οικογένεια Χατσικιάν είχε πάει για μερικές μέρες στο αγρόκτημά της. Ω, πρώτη άγνωστη χαρά! Ήταν βράδυ με φεγγάρι και με πολλά τριζόνια στα χορτάρια. Ω, δάχτυλο της μοίρας! Δεν είχε πού να πάει η μικρή Πολίτισσα.

Η πόρτα έκλεισε.

«Παγίδα, παγίδα...», στριφογυρνούσε άγρυπνη η Οβσάνα στο κρεβάτι της κι έστηνε αυτί μπας κι ακούσει πίσω από τους δύο τοίχους τα κόλπα εκείνης της «μαυριδερής», που δεν άφηνε το γιο της να ησυχάσει. «Ένα σκέτο χάλι, σαν σανίδα είναι το στέρνο και η κοιλιά της, μοιάζει με φουρνόξυλο κι όμως μας τον άρπαξε. Ήταν άξια αυτή να μπει στη φαμίλια μας;...»

Το πρωί όμως, όταν κοίταζε την πλάτη του που έσκυβε πάνω από την κρήνη, ωραία, γυαλιστερή και δυνατή, μια σπίθα ελέους άναβε μέσα στη μητρική καρδιά της. «Φαίνεται ευτυχισμένος. Με άλλη δεν θα γελούσε έτσι το πρόσωπό του...» Και συνέχιζε να παλεύει με τον εαυτό της, με τη μαυρισμένη ψυχή της χήρας, με τα τραχιά ξέφτια της μοναξιάς της. Πάλευε με τις γροθιές της, γρατσουνούσε, χτυπιόταν μ’ εκείνη την ανεπιθύμητη τώρα πια ζωή. Το αίσθημα της δικαιοσύνης, το οποίο είχε προσπαθήσει να μεταφέρει και στα παιδιά της, τώρα της ξέφευγε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει και το έκανε _ δεν ξεχώριζε τη νύφη από τις θυγατέρες της ούτε στο τραπέζι, ούτε όταν πήγαιναν στο μαγαζί. Της έδωσε ένα σακουλάκι με γερό κενάρι* με τα απαραίτητα του μπάνιου, για να γίνεται πιο ελαστικό το δέρμα του άντρα της. Της έδειξε τα μωρουδίστικα με τα οποία τον έντυνε όταν ήταν μικρός. Αλλά πίσω από την εμφανή προθυμία της να της δείξει όλα όσα εκείνος αγαπούσε, κρυβόταν η σχεδόν αρρωστημένη ικανοποίηση του «βλέπεις, γλυκιά μου, τι ξέρεις εσύ και τι ξέρω εγώ...»

Και πράγματι, τι ήξερε η Σουρπίγκ για τον Δαβίδ της; Eκείνη είχε γνωρίσει μόνο πατέρα και, ακριβώς όπως και η Οβσάνα, δεν δεχόταν να περάσει σε δεύτερη μοίρα. Μητέρα δεν γνώρισε. Στην αρχή τη φρόντιζε η γιαγιά της. Ο πατέρας της ήταν μπαλωματής κι όλη τη μέρα ήταν στο εργαστήριό του, όπου επιδιόρθωνε τα παπούτσια του κοσμάκη. Και το βράδυ, όταν επέστρεφε στο σπίτι του, η Σουρπίγκ _ το μικρό, θαμπό μαργαριτάρι της ζωής του

_ του έφερνε τη λεκάνη με το νερό, έβαζε το τηγάνι να του τηγανίσει κρέας, του ετοίμαζε τα καπνιστικά του σύνεργα, υπάκουη και υποταγμένη, έτοιμη πάντα να καθίσει στα γόνατά του και να αρωματίσει με την παιδική της μυρωδιά το πρόσωπό του. Εκείνος έχωνε τα μουστάκια του στο ζεστό της λαιμουδάκι και ανάσαινε βαθιά την τρυφερότητα που του είχε στερήσει η μακαρίτισσα η γυναίκα του.

Κι αυτές οι δύο γυναίκες, η Οβσάνα και η Σουρπίγκ, που είχαν τόσα κοινά στη ζωή τους, τώρα πολεμούσαν η μία την άλλη για το μερτικό αγάπης που τους αντιστοιχούσε. Για την αγάπη του Δαβίδ. Τρυπούσαν η μία την άλλη με βελόνια τροχισμένα από την περηφάνια και χρυσωμένα από την υποκρισία. Μισούσαν η μία την άλλη. Είχαν ίση δύναμη. Μπορεί η νέα να ήταν νέα, όμως η μεγαλύτερη ήταν έμπειρη.

Η Σουρπίγκ έμεινε έγκυος.

Τα βράδια, ο άντρας της ασχολιόταν μόνο μαζί της. Χώνονταν μαζί στο δωμάτιό τους και κανείς δεν ήξερε τι έκαναν με τις ώρες εκεί, γιατί δεν ακουγόταν τίποτα. Ο Δαβίδ έβαζε τα χέρια του στην κοιλιά της, έσκυβε πάνω της, ακουμπούσε το μέτωπό του εκεί και ανάσαινε τη μυρωδιά από τις ξερές λεμονόφλουδες που η Σουρπίγκ έκρυβε στις δίπλες των φουστανιών της. Θριάμβευε με το μεγαλόψυχο θρίαμβο αυτών που νίκησαν χωρίς να χρειαστεί να πολεμήσουν. Τον απομάκρυνε τρυφερά με τα ανάλαφρα, αέρινα χέρια της. Μόνη της του ζητούσε να πάνε στο άλλο δωμάτιο με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους. Καθόταν στο τραπέζι σαν να ήταν επισκέπτρια, χαμογελαστή, ευδιάθετη, σαν να συγχωρούσε τους πάντες και τα πάντα με την παρουσία της.

Η Οβσάνα ξεφυσούσε. Έδιωχνε τις θυγατέρες της από την κουζίνα. Έτριβε σαν μανιακή τα ολοκαίνουργια τεντζερέδια, άλλαζε θέση στα κουζινικά, έβαζε ναφθαλίνη στα ρούχα, τριγυρνούσε στην πόλη για να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές. Τσακωνόταν με το υπηρετικό προσωπικό, άρχισε να κόβει ξύλα μόνη της και να καθαρίζει μόνη της τα βαρέλια και τα καζάνια. Το κορμί της έμοιαζε με τεντωμένη χορδή και το δέρμα της μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο λαμπερό, όλο και πιο νεανικό. «Τι είναι αυτό που μου συμβαίνει πάλι; Χριστός κι Απόστολος...», σιγοψιθύριζε στον εαυτό της τα βράδια που ξέπλεκε μπροστά στον καθρέφτη τη μακριά της κοτσίδα και ανακάλυπτε αυτό το άχρηστο ξαναζωντάνεμα του κορμιού της. Αισθανόταν έκπληξη περισσότερο παρά κάποια κρυφή επιθυμία για άντρα, για κάποιον που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Δαβίδ ή τον πατέρα του και να κόψει επιτέλους αυτό το ώριμο μήλο που ήταν στην πραγματικότητα η ίδια.

Όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη της Σουρπίγκ τόσο συχνότερα ξεσπούσε η οργή της Οβσάνα. Δεν ήθελε να γίνει γιαγιά, δεν ήθελε να φροντίζει ξένο παιδί. Ένα σωρό κουταμάρες περνούσαν απ’ το μυαλό της, έκανε σχέδια, απειλούσε: αχ, αν ήταν ακόμα ζωντανός ο άντρας της! Θα γκαστρωνόταν και η ίδια και τότε θα έβλεπαν όλοι τους... Eίχε μεγαλώσει τα παιδιά της. Τα είχε μάθει ό,τι έπρεπε να τα μάθει ο πατέρας τους. Αλλά γιατί εκείνος έπρεπε να φύγει τόσο νωρίς; Της είχε αφήσει μόνο κάτι κιτρινισμένες φωτογραφίες με τη σφραγίδα της ανολοκλήρωτης ευτυχίας, την ανάμνηση του ασπρουλιάρικου κορμιού του και τα παιδιά, που ούτε ένα ευχαριστώ δεν γύρισαν να της πουν... Σήμερα αύριο θα έφευγαν και τα κορίτσια. Η Οβσάνα θα έμενε μόνη της, δυο φορές πιο μόνη μ’ αυτή την ξένη που είχε μπει στο σπίτι τους...

Κάτι τέτοιες στιγμές ο θυμός της φούσκωνε, γκρέμιζε τα τείχη του κάστρου που εντός του είχε κλειστεί με τη θέλησή της, γιατί πίστευε στο νόημα της θυσίας της, όπως οι άντρες πιστεύουν στη γη τους. Τώρα άρχισε να μισεί και τις θυγατέρες της...

Kατά τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης της Σουρπίγκ παντρεύτηκε και η Ταμάρ, η μεγαλύτερη από τις κόρες. Ήταν ένας γάμος βιαστικός, αν και έγινε από έρωτα. Ο Χραντ εδώ και καιρό τριγυρνούσε έξω από το σπίτι της χήρας. Ήταν φίλος του Δαβίδ, αλλά, γνωρίζοντας καλά τους κανόνες του σπιτιού, δεν τολμούσε να πάει και να ζητήσει την Ταμάρ ανοιχτά.

Ο γάμος του μεγάλου αδερφού τού έδωσε κουράγιο _ τώρα ο Δαβίδ είχε γίνει λιγότερο ζηλιάρης, καταλάβαινε καλύτερα τις αδυναμίες της ψυχής και του σώματος, τις γευόταν και ο ίδιος κάθε βράδυ.

Αλλά εκείνοι που αποφάσιζαν ήταν οι μεγάλοι. Έπρεπε να στείλει προξενητές να προετοιμάσουν την Οβσάνα. Αργότερα, αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, ο παπα-Μεσρόμπ θα έφερνε και το σταυρουδάκι του αρραβώνα. Ο Χραντ περνούσε κάμποσες φορές τη μέρα από το δρομάκι με τα μικρά κοσμηματοπωλεία. Κοίταζε και προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα φαινόταν κάθε σταυρουδάκι ξεχωριστά κάτω από το παρθενικό νυχτικό της Ταμάρ. Ποτέ μέχρι τη μέρα του γάμου τους δεν την είχε κοιτάξει σαν άντρας _ όταν τη συναντούσε έξω, η Ταμάρ συνοδευόταν πάντα είτε από τη μητέρα της είτε από μια υπηρέτρια που τη φώναζαν Ζεπιούρ-μάμα είτε από κάποια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα, όπως ήταν το έθιμο.

Την είχε πρωτοπροσέξει πριν από τέσσερα χρόνια, μια φορά που η Ταμάρ έπαιζε τυφλόμυγα με τις φίλες της. Ο Χραντ είχε έρθει να δει τον Δαβίδ. Η τυφλόμυγα μόλις είχε πιάσει την Ταμάρ, την πασπάτευε και προσπαθούσε να καταλάβει ποια ήταν. Οι άλλες χαχάνιζαν, σκουντούσαν η μία την άλλη, είχαν αναψοκοκκινίσει και φρόντιζαν να δείχνουν πιο πονηρές απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα, εξαιτίας της αντρικής παρουσίας. Εκείνος όμως κοίταζε σαν μαγεμένος τα χέρια της τυφλόμυγας, που γλιστρούσαν στον παιδικό ακόμα λαιμό της Ταμάρ... Από τότε είχε αρχίσει να χάνεται σ’ ένα παράξενο νέφος ομίχλης, αναγκάζοντας τη μητέρα του να του λέει συχνά: «Τι συμβαίνει; Σκέφτεσαι την αρραβωνιάρα σου;». Πράγματι, τη σκεφτόταν σαν να ήταν αρραβωνιαστικιά του. Δεν ήξερε αν τον σκεφτόταν κι εκείνη. Αλλά δεν τον βασάνιζαν αμφιβολίες, γιατί πάλι τότε, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, καθώς τα κορίτσια έδεναν τη μαύρη κορδέλα στα μάτια της, εκείνη τον είχε κοιτάξει. Και ο Χραντ είχε διαπιστώσει ότι το βλέμμα της ήταν βλέμμα γυναίκας...

Μια μέρα, γύρω στις εννιά το πρωί, ο Χραντ πήγε στο γραφείο του πατέρα του. Ήταν εκεί και άλλοι άνθρωποι, από κάποια γειτονική πόλη. Ο δικηγόρος Χραντιάν μιλούσε, τους καθησύχαζε, προσπαθούσε να τους πείσει να τα βρουν μεταξύ τους, ενώ ο γιος του έξυνε με το νύχι το λούστρο από το γραφείο του πατέρα του. Σκεφτόταν πώς να αρχίσει. Ο Χραντιάν ο πρεσβύτερος ήταν αξιοσέβαστο πρόσωπο, δεν υπήρχε οικογένεια στην πόλη που θα του αρνιόταν τη θυγατέρα της. Αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε τεθεί τέτοιο θέμα. Ο Χραντ είχε σπουδάσει κάμποσα χρόνια στην Πόλη και είχε επιστρέψει στη Ραιδεστό δεκαεννιά χρόνων, ψηλός, με τρυφερά κοκκινωπά μουστάκια και μακριά κάτασπρα χέρια. Eίχε πιάσει αμέσως δουλειά ως δάσκαλος αριθμητικής στο σχολείο αρρένων. Τον σέβονταν όχι μόνο εξαιτίας του πατέρα του, αλλά και γιατί κάθε δάσκαλος έχαιρε μεγάλου σεβασμού. Θεωρούσαν ότι είχε λαμπρό μέλλον, αν και κανείς δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια τι ακριβώς σήμαινε εκείνο το «λαμπρό μέλλον». Ίσως αυτή να ήταν η αιτία που κανείς, ούτε στο σπίτι ούτε έξω, δεν μιλούσε για γάμο, γιατί αν παντρευόταν θα έμενε για πάντα στην πόλη και μέχρι να πεθάνει θα έκανε την ίδια δουλειά.

Οι πελάτες έφυγαν.

Ο Χραντιάν ο πρεσβύτερος παράγγειλε καφέ _ κατάλαβε ότι το αγόρι ήθελε να του μιλήσει για κάτι σοβαρό. Και στην ηλικία που βρισκόταν, αυτό το «σοβαρό» δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο πέρα από καμιά γυναικοδουλειά. Οι περισσότεροι γάμοι στην πόλη γίνονταν χωρίς καν να ρωτιούνται οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Όμως ο Χραντιάν δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο και με το γιο του. Είχε επισκεφτεί την Ευρώπη, είχε ζήσει στην Κωνσταντινούπολη, είχε δει κάμποσους γυναικείους ποδόγυρους και ήξερε ότι συχνά κάτω απ’ τα φουστάνια κρύβονται στραβοί αστράγαλοι. Κι από τα βιβλία αλλά και από τη ζωή είχε μάθει ότι μόνο η αγάπη μπορεί να ζεστάνει τις καρδιές και να ισιώσει τις στραβές ψυχές...

Τρεις βδομάδες ύστερα από το «λογοδόσιμο», έτρεξαν οι βρύσες. Τέτοιο ήταν το έθιμο. Κατά τη διάρκεια της πρώτης γαμήλιας νύχτας, σ’ όλο το δρόμο από το σπίτι της νύφης μέχρι το σπίτι του γαμπρού, ο κόσμος «άνοιγε τις βρύσες να τραγουδήσει το νερό» και να φέρει αφθονία στο καινούργιο σπιτικό.

Ύστερα από ένα μήνα η Σουρπίγκ γέννησε.

Tο παιδί γεννήθηκε νεκρό.

Οι πόνοι άρχισαν το πρωί του Πάσχα. Οι καμπάνες των εκκλησιών του Αγίου Κεβόρκ και του Τίμιου Σταυρού δεν είχαν αρχίσει ακόμα να χτυπούν, όταν η Σουρπίγκ διπλώθηκε στο κρεβάτι από έναν πόνο που κυριολεκτικά την έσφαζε. Κράτησε μόνο δυο τρία λεπτά. Μετά τίποτα. Η Οβσάνα έβαζε σ’ ένα καφάσι το κρέας που προοριζόταν για το κοινό πασχαλιάτικο καζάνι για τους φτωχούς, που στηνόταν πίσω από την εκκλησία. Η Σουρπίγκ μπήκε φουριόζα στο δωμάτιο και βγήκε πάλι, κάνοντας το ίδιο πράγμα δυο τρεις φορές χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Ο πόνος την έπιασε ξανά στις σκάλες που οδηγούσαν στο δεύτερο όροφο. Ακούμπησε την πλάτη της στο κιγκλίδωμα, αναστέναξε σιγανά και μισολιπόθυμη κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα της. Το κατάλαβε με τη δύναμη της πάνσοφης φύσης, που είχε εγκατασταθεί εντός της χωρίς καν να της ζητήσει την άδεια. Ένιωσε την ανάγκη να σφιχτεί σαν να βρισκόταν στο αποχωρητήριο. Αλλά ήταν κάτι το διαφορετικό. Ένιωθε κάτι μέσα της να μεγαλώνει. Ανασηκώθηκε, κι αυτό το κάτι έγινε ακόμα πιο μεγάλο και πιο δυνατό. Και μαζί του, όλο το μίσος που η Οβσάνα είχε αδειάσει μέσα στο αίμα της χύθηκε ορμητικό προς τα έξω.

Η Σουρπίγκ στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας. Έφερε το χέρι στη μέση της, που την πονούσε αβάσταχτα, και κοίταξε την πλάτη της Οβσάνα.

Η Οβσάνα στράφηκε αργά. Πέρασε ένας αιώνας μέχρι τα μάτια της να συναντήσουν το βλέμμα της νύφης της. Κι άλλος ένας μέχρι να ξεκολλήσει από την ψυχή της όλο εκείνο το μίσος που είχε κολλήσει εκεί, σαν μούχλα πάνω σε ψωμί.

Ω, ουρανέ, που μας βλέπεις όλους! Υπάρχει τίποτα καλύτερο σ’ αυτό τον κόσμο από τη γέννηση ενός ανθρώπου; Ω, πόνε, που ξεπλένεις τα πρόσωπα όλων μας! Η Σουρπίγκ θα γεννούσε και η Οβσάνα ήξερε τι θα πει γέννα. Ω, δύστυχη, θνητή σάρκα! Τι είναι οι γυναικείοι καβγάδες μπροστά στο μυστήριο της γέννησης;...

Η Οβσάνα κινήθηκε σαν αερικό. Έστειλε να φωνάξουν τη γριά Τακουί, που εδώ και χίλια χρόνια ξεγεννούσε όλα τα Αρμενάκια της πόλης. Έσυρε ένα καζάνι από το υπόγειο, άναψε φωτιά

_ γρήγορα, γρήγορα! Δεν είχε χρόνο. Τώρα ούτε που της περνούσαν από το μυαλό όλες εκείνες οι κατηγορίες και τα παράπονα που την τριβέλιζαν. Μόνη της έστρωσε το κρεβάτι στο δωμάτιο με μια χοντρή κουβέρτα από κατσικόμαλλο, γιατί το αίμα βγαίνει ευκολότερα από τα μάλλινα. Έβγαλε έξω τον Δαβίδ _ εκείνος πήγε στην αυλή κι άρχισε να καπνίζει χωρίς να έχει νιφτεί και χωρίς να έχει βάλει μπουκιά στο στόμα του. Θεέ μου, όλα επαναλαμβάνονται... Να, έτσι είχε κουλουριαστεί στην αυλή τους και τότε που είχε έρθει στον κόσμο η Μελβίν. Τότε ήταν ακόμα μικρός, δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Τώρα όμως; Τώρα έπρεπε να κάνει κάτι, αλλά τι ήταν αυτό; Τι; Eκείνη υποφέρει... Άραγε πονάει πολύ; Αχ, να μπορούσαν να αλλάξουν θέσεις!... Καταριόταν τον εαυτό του, γιατί θεωρούσε πως ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για την κατάστασή της. Θυμόταν τις νύχτες που εκείνη γλιστρούσε ευκίνητη σαν ψάρι στο δυνατό δίχτυ των επιθυμιών του. Κι εκείνος την τύλιγε με το καυτό του σώμα, αλύπητα, παραδομένος στο ρίγος....

Από το σπίτι ακούστηκε η πρώτη κραυγή της Σουρπίγκ... Παναγία μου! Πού να πάει;... Το άλογο...

«Εράμ, φέρε το άλογο!», φώναξε ο Δαβίδ, και ο νεαρός υπηρέτης του έτρεξε να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Το σέλωσαν γρήγορα, αναστατωμένοι, χωρίς να κοιτάζονται, χωρίς να μιλούν.

«Αν συμβεί τίποτα... Ελάτε να με βρείτε!»

Στην πλατεία ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος για την πρωινή λειτουργία. Στον ουρανό έλαμπε ο καθαρός πασχαλιάτικος ήλιος. Τα άσπρα φορέματα των μικρών κοριτσιών ανέμιζαν, φούσκωναν και κολλούσαν πάνω στα σκουρόχρωμα φουστάνια των γυναικών, που ήταν φτιαγμένα από πιο βαριά υφάσματα. Πιέτες, μπότες, σατέν κορδέλες στα καπέλα των αντρών. Ψηλά στον ουρανό πετούσε ένας χαρταετός με μακριά ουρά, τα πιτσιρίκια έτρεχαν πίσω από τον αρχηγό τους, που κρατούσε περήφανος το σπάγκο και τάχα αδιαφορούσε για το συγκεντρωμένο πλήθος και τη γιορτή. Ο άνεμος αντιβοούσε από τόση ευτυχία και ειρήνη, που σχεδόν μπορούσες να τις αγγίξεις _ σαν κι εκείνα τα τραγούδια που λένε τα παιδιά στο σπίτι τους όταν έρχονται επισκέπτες.

Ο Δαβίδ διέσχισε την πόλη σαν τρελός και με ορμή γυμνού σπαθιού. Βγήκε στο δρόμο, έστριψε προς τα περιβόλια και χάθηκε μες στον απέραντο γαλάζιο αφρό τους.

Το μωρό γεννήθηκε τη δεύτερη νύχτα. Η Σουρπίγκ βασανίστηκε πολύ. Οι φρικτοί πόνοι έρχονταν κατά κύματα. Ανυπόφοροι και πεινασμένοι. Καταπίνοντας σιγά σιγά και τα τελευταία απομεινάρια της δύναμης που η φύση δίνει μόνο στις γυναίκες. Η λογική της ισορροπούσε πάνω στην κόψη του βάσανου.

Τα σεντόνια, αλλαγμένα ήδη έντεκα φορές, μούλιαζαν στον ιδρώτα και στον πόνο. Από τα σπλάχνα της έβγαιναν μόνο λυγμοί. Mια φορά ακόμα. Κι άλλη μία. Ατέλειωτες στρατιές δαιμόνων περνούσαν μπροστά από τα μάτια της, που ήταν στραμμένα προς την κόλαση. Αχ, δεν υπάρχει Θεός! Το κρεβάτι ταρακουνήθηκε και πάλι. Για χιλιοστή φορά. Έτριξε... Τα κόκαλά της! Ύστερα όλα βούλιαξαν στη σιωπή.

Η γριά ήξερε πολλά, αλλά μπορούσε να κάνει πολύ λίγα, γιατί κάθε γυναίκα γεννάει το παιδί της μόνη της. Μερικές φορές, κι ενώ όλοι περιμένουν το θάνατο _ ανατριχιασμένοι, απελπισμένοι

_ έρχεται στον κόσμο ένας νέος άνθρωπος κλαίγοντας γοερά. Μεγαλώνει, βυζαίνει και κατουριέται πάνω του, γίνεται άντρας, γυναίκα, κακότυχος ή προύχοντας, παντρεύεται, δουλεύει. Κάποιες

άλλες φορές, από σώμα γερό, από σπίτι καλό και φαμίλια γνωστότατη, γεννιέται σακάτης ή φονιάς. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που η γέννα πραγματοποιείται μόνο και μόνο για να αφήσει το σημάδι του θανάτου πάνω στις ραφές της ζωής. Και τότε ο άνθρωπος έχει ζήσει, αλλά μόνο μέσα στη γαστέρα της μητέρας του και η έξοδός του στο φως της μέρας σημαίνει θάνατο. Όμως τίποτα δεν μπορεί να σβήσει τη γλυκιά ανάμνηση του ρίγους μέσα στη σκοτεινιά της μήτρας ούτε την πληγή της...

 

Tags: Στη βιβλιοθήκη των γειτόνων στήλη αναγνώστες έργα λογοτεχνίας μεταφράσεις
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus