Η σαλάτα Shopska salata είναι ένα από τα μοντέρνα εμβλήματα της εθνικής βουλγαρικής κουζίνας, και είναι μια από τις πρώτες βουλγαρικές λέξεις που μαθαίνουν οι ξένοι. Τα τελευταία χρόνια συχνά βλέπουμε διάσημοι ξένοι, σταρ του σινεμά ή των σόου μπίζνες, που έχουν επισκεφτεί τη Βουλγαρία να λένε τραυλίζοντας ελαφρά μπροστά στην κάμερα κάποιου τηλεοπτικού σταθμού τη φράση "shop-ska sa-la-ta", επειδή είναι ένα από τα πράγματα που τους άφησαν μια διαρκή γευστική ανάμνηση από τη διαμονή τους στη χώρα.
Η συνταγή αυτής της σαλάτας-έμβλημα είναι γνωστή. Την φτιάχνουμε με ψιλοκομμένες ντομάτες, πιπεριές, ψητές ή ωμές, αγγούρια και κρεμμύδι, προσθέτοντας λίγο λάδι και ξύδι, και από πάνω σαν καπάκι βάζουμε τριμμένη φέτα και μαϊντανό. Έτσι η σαλάτα έχει τα τρία χρώματα της εθνικής σημαίας – άσπρο, πράσινο και κόκκινο.
Υπάρχουν και κάποιες άλλες εκδοχές με μικρές διαφορές – μερικοί, για παράδειγμα, βάζουν στη σαλάτα καυτερή πιπεριά, σκόρδο και ελιές, ή προτιμούν τη φέτα σε μεγαλύτερα κομματάκια και όχι τριμμένη. Η μοναδικότητα και η γοητεία αυτής της σαλάτας μπορεί να εξηγηθεί με τις αλληλοσυμπληρωνόμενες, και ταυτόχρονα αντικρουόμενες γεύσεις των λαχανικών, του κρεμμυδιού και της φέτας.
Της μοιάζει η ελληνική χωριάτικη σαλάτα (Greek salad), η γεύση όμως είναι διαφορετική.
Λόγω του πετυχημένου συνδυασμού των γεύσεων, η σαλάτα Shopska εδώ και πολύ καιρό έχει ξεπεράσει τα εθνικά σύνορα και μπορεί να τη δει κανείς σε κάποια τσέχικα, ουγγρικά, ακόμη και αμερικανικά εστιατόρια. Στη Σλοβακία μάλιστα την προσφέρουν χωρίς πιπεριές ή κρεμμύδι, αλλά με ζάχαρη.
Σταρ σε πολύ τρυφερή ηλικία
Η ιστορία της σαλάτας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς δημιουργούνται οι εθνικοί μύθοι. Πριν από μερικά χρόνια μια βουλγαρική Ένωση Επαγγελματιών Μάγειρων προσπάθησε να καταγράψει την ονομασία της στον κατάλογο προστατευμένων προϊόντων.
Αν κάποιος από τους υποστηρικτές της ιδέας αυτής έπρεπε να απαντήσει πότε και πού ακριβώς γεννήθηκε η σαλάτα αυτή, πιθανότατα θα δυσκολευόταν.
Και ο λόγος δεν είναι η αρχαία της καταγωγή, αλλά ακριβώς το αντίθετο – η πολύ νεαρή της ηλικία.
Στα παλιά βουλγαρικά βιβλία μαγειρικής από το τέλος του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα δεν υπάρχει συνταγή τέτοιας σαλάτας. Δεν αναφέρεται ούτε σε έργα λογοτεχνίας. Ταυτόχρονα η ιστορία της διατροφής στη Βουλγαρία δείχνει με κατηγορηματικό τρόπο ότι η Shopska salata δεν μπορεί να έχει εμφανιστεί πριν από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Πιθανότατα αυτό έγινε τη δεκαετία του ’60, και μάλιστα όχι στα χωριά της περιοχής Σόπσκο της Δυτικής Βουλγαρίας, αλλά στα βιβλία μαγειρικής κάποιου από τα εστιατόρια της κρατικής τουριστικής επιχείρησης Balkantourist.
Έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι στις αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι περίπου τη δεκαετία του ’30, η στάση των Βουλγάρων χωριατών απέναντι στις ώριμες, κόκκινες ντομάτες ήταν καχύποπτη. Τις χρησιμοποιούσαν κυρίως πράσινες βάζοντάς τες στα τουρσιά, ενώ τις κόκκινες τις πετούσαν ή τις έδιναν στα κατοικίδια ζώα να τις φάνε, επειδή τις θεωρούσαν μη κατάλληλες ακόμη και επικίνδυνες για κατανάλωση.
Γιατί όμως Shopska;
Από πού ήρθε η ονομασία της σαλάτας αυτής; Ποια είναι η λογική της; Σύμφωνα με την παλιά βουλγαρική παράδοση, η λογική εδώ είναι ελάχιστη και κάπως παράξενη.
Μια από τις εξηγήσεις είναι επειδή στην περιοχή Σόπσκο οι χωριάτες φορούσαν άσπρες στολές και για το λόγο αυτό κάποιος άγνωστος μάγειρας της Balkantourist αποφάσισε να δώσει αυτό το όνομα στην «εφεύρεσή» του, αφού η σαλάτα έχει ένα άσπρο καπάκι από τριμμένη φέτα.
Η σαλάτα Shopska είναι ένα μοντέρνο βιομηχανικό προϊόν και αυτός είναι ο βασικός λόγος θεσμοποίησής της τη δεκαετία του ’70 και του ’80, καθώς και για τη δημοτικότητά της σήμερα.
Ανεξάρτητα όμως από την μικρή της ιστορική ηλικία, η σαλάτα Shopska αποτελεί έναν πολύ πεττυχημένο συνδυασμό γεύσεων, και γι’ αυτό εύκολα έχει υιοθετηθεί ως κάτι καθαρά και παραδοσιακά βουλγαρικό. Αυτό εξηγεί και την ευκολία με την οποία μετατράπηκε σε εθνικό μύθο της βουλγαρικής κουζίνας.