Το τρίτο βράδυ μου φέρνουν την πιό όμορφη κοπέλα της φυλής, σκουρομάλλα Ινδιάνα με μελαχροινή επιδερμίδα και μαύρα υγρά μάτια. Οι ιθαγενείς ανάβουν φωτιές, καπνίζουν χόρτα και προφανώς περιμένουν να την κάνω δική μου. Εγώ δεν περιμένω. Αρχίζω να δαγκώνω τα σκουρόχρωμα όμορφα στήθη της, ανοίγω τους μηρούς, τα γόνατα, τα χείλη της. Ενώ της κάνω έρωτα, νιώθω πως ο κόσμος περιστρέφεται γύρω μου, είμαι ο άξονας της γης, το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, ο σταυρός των πάντων, το τοτέμ και το ταμπού. Εκείνη βογκάει και χτυπιέται δεξιά κι αριστερά, ενώ εγώ σπρώχνω ακόμα πιο δυνατά, προϊστορικά. Δε βιάζομαι, αφήνομαι να διαλυθώ μέσα της, στο υγρό εσωτερικό της, βυθισμένος για μια στιγμή στην αιώνια νύχτα της αόρατης κοσμικής μήτρας. Μιάς και πάτησα για λίγο στη στενή νήσο των μακάρων, αναπάντεχα και ταυτόχρονα θυμάμαι πως η θάλασσα πλένει τα πόδια μου, τον ψίθυρο του αφρού της θάλασσας και τη βελούδινη σιωπή της χειμωνιάτικης ορεινής νύχτας. Έκρηξη μικρού μήκους των αισθήσεων. Η εκστατική ανάμνηση κρατάει στιγμιαία. Ύστερα όλα τυλίγοναι σε φλόγες, το μόριό μου σπάργει μέσα της σαν εντελβάις, ενώ χύνω παρατεταμένα και άφθονα.
Την επόμενη την περνώ με ξεκούραση. Μου προσφέρουν ζωμούς, κάτι αρωματικά αφεψήματα και ζουμερά σαρκώδη φρούτα. Μου αρέσει. Το σκέφτομαι να γίνω ο τοπικός θεός. Ο θεός της νύχτας. Τα φύλλα μπλαβίζουν, ενώ ο ήλιος βυθίζεται δυτικά, κατεβαίνει ο μανδύας του σκότους. Ονειρεύομαι ξανά τη νύχτα.
Τέταρτο βράδι. Οι ιθαγενείς μαζεύονται γύρω από την τελετουργική φωτιά, εισπνέουν αναθυμιάσεις φιδίσιων μανιταριών και μωβ φλοιούς δέντρων, που σιγοσβήνουν στις φλόγες. Τα μάτια τους πάλλονται, το βλέμμα τους βουβαίνεται, ωχρά πρόσωπα μες στο σκοτάδι, μακριά κοκκαλιάρικα δάχτυλα, ινδιάνικη μαγεία, μαύροι ίσκιοι, μαύρη νύχτα, μαύρα μυαλά. Με δένουν σε κάτι ξύλινα σανίδια, τα οποία σηκώνουν προς τις εκμαυλιστικές γλώσσες της φωτιάς. Για μένα έχουν ετοιμάσει φαρδιά σχεδία την οποία χαμηλώνουν πάνω στις φλόγες. Για μια στιγμή το μάτι μου παίρνει την κοπέλα της προηγούμενης νύχτας – τα μαλλιά της μαζεμένα πίσω, το δέρμα της καθαρό, тα μάτια λάμπουν μέσα στο σκοτάδι. Στη μήτρα της κουβαλάει θεότητα.
Ναι, εγώ είμαι ο θεός της νύχτας. Αφήνομαι στα χέρια εκείνων των ζώων.
Είναι ώρα για το δείπνο.
Food Drop[1]
Ο Θρύλος του Σεν Μπρε
Τη νύχτα της 14ης Απριλίου του 1944 πάνω από τη μικρή νότια πόλη του Σεν Μπρε, που κοιμόταν στις σκιές των βουνών, άρχισαν να βρέχουν βαλίτσες. Όλες, ουδεμιάς εξαιρουμένης, ήταν χρώματος πορτοκαλί, με γκρι σιδερένια επένδυση, χωρίς επιγραφή, αριθμό ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό. Η εμφάνισή τους προκάλεσε μια σειρά από αινιγματικά και ανεξήγητα γεγονότα για τα οποία οι κάτοικοι, πάνω από ένα φλιτζάνι τσάι ή μια κρύα λεμονάδα, αφηγούνται μέχρι και σήμερα. Τα αεροπλάνα από τα οποία ρίχτηκαν οι προαναφερόμενες βαλίτσες, πέταξαν γρήγορα και ψηλά πάνω από τα νυσταγμένα σπίτια, δίχως να γίνουν καν αντιληπτά μες στη νυχτερινή ομίχλη.
Η τοπική εφημερίδα Le Telegram de Saint Bre ενημέρωνε σχετικά με τις ρίψεις τροφίμων. Έτσι οι Άγγλοι αξιωματικοί αποκαλούσαν τα κουτιά με τρόφιμα και την ανθρωπιστική βοήθεια που έριχναν τα αεροπλάνα. Στην προκειμένη περίπτωση του φανταστικού και απομονωμένου από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, τα κατσάβραχα και την ιστορία Σεν Μπρε, όπου στη διάρκεια του πολέμου η ζωή δεν είχε καν κουνήσει το δαχτυλάκι της. Ως συνήθως. Το ανώμαλο του εδάφους έκανε αδύνατο το συναπάντημα αέρηδων.
Ο χρόνος ποτέ δεν χόρευε στο Σεν Μπρέ.
Οι άνθρωποι ζούσαν ευθυγραμμισμένα, σε μια γεωμετρική αποχαύνωση, τακτοποιώντας τη ζωή τους σε κουτιά, στα οποία επιμελώς βάζανε επιγραφές, τα συγκέντρωναν και ύστερα τα τοποθετούσαν σε ντουλάπια, συρτάρια ή τα φύλαγαν σε σοφίτες και σκοτεινά υπόγεια. Μερικά από τα κουτιά ποτέ δεν έβλεπαν το φως της ημέρας επειδή οι ιδιοκτήτες τους κρυφά και μετά τα μεσάνυχτα τα πετούσαν στο βάλτο ή τα θάβανε στη γη, είτε από φόβο, είτε από ντροπή. Άλλα, με προσεκτικά γραμμένες ετικέτες, διακοσμούσαν τα σαλόνια και ανοίγονταν και επιδεικνύονταν με την κάθε δοθείσα ευκαιρία. Σε παλιές κιτρινιασμένες κούτες έως και μικρά σκουριασμένα κουτάκια, που έμοιαζαν με ταμπακέρες – η ζωή συσσωρεύονταν παντού. Οι μέρες εδώ θύμιζαν δρομολόγια τρένου – ακριβή, γνωστά σαν μια επαναληπτική ηχώ και με προαγγελθέντες σταθμούς, πριν ακόμα να έχει πουληθεί το πρώτο εισιτήριο.
Όμως, το κρύο ανοιξιάτικο πρωϊνό της 15ης Απριλίου, εντελώς απρόσμενα, το Σεν Μπρέ ξημέρωσε περιλουσμένο με πορτοκαλί βαλίτσες, οι οποίες θα άλλαζαν ανεξήγητα και απότομα τα πάντα. Λεία μεταλλική επιφάνεια. Τρόφιμα. Χωρίς ετικέτες. Είχαν πέσει σχεδόν παντού – μπροστά στο δημαρχείο, στους δρόμους, στις πίσω αυλές, στα στουπιά και στα λιβάδια. Μερικές βαλίτσες βρέθηκαν στο κοιμητήριο και στους σιδερένιους πυργίσκους του καμπαναριού.
Όταν ο ιερέας της Νοτρ Νταμ ντε Σεν Μπρε ξύπνησε με μια πορτοκαλί βαλίτσα και πήρε το πρωϊνό του, δεν μπορούσε καν να υποψιαστεί τα απρόβλεπτα γεγονότα που θα συνέβαιναν, σαν από μια αποφασιστική τροπή της τύχης μόνο μια ώρα αργότερα. Δεν μπορούσε να ξέρει πως με φυσιολογικές και μετρημένες κινήσεις θα έκοβε με τσεκούρι ένα κομμάτι ξύλο από τον επικίνδυνα υψηλό σταυρό στην παλιά εκκλησιά του χωριού για να σκαρφαλώσει ως το παράθυρο του μικρού δίπατου σπιτιού, όπου ζούσε η γαλατού, και με δάχτυλα πασαλειμμένα με μαρμελάδα από μαύρα σύκα θα της πρόσφερε τη ζωή του. Όχι μέσα σε κουτί.