Η άποψη αυτή είναι του Έλληνα επιχειρηματία Χρήστου Μουρούτη, ο οποίος ζει στη Βουλγαρία από το 1999. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε νομικά στην Ελλάδα. Στη Βουλγαρία είναι ιδρυτής και μάνατζερ της εταιρείας διαχείρισης ακινήτων και ενεργειακών έργων "Arceland" και πρόεδρος της Ένωσης ιδιοκτητών γης και ακίνητης περιουσίας στην Βουλγαρία - Bullpoa. Ο ίδιος θεωρεί πως η ελεγχόμενη πτώχευση πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατό. Και ύστερα η κυβέρνηση να μειώσει το δημόσιο τομέα από τις σχεδόν 800 χιλ. σε 150 χιλ., να καθιερώσει τον λεγόμενο επίπεδο φόρο (Flat Tax) ύψους 15% και να ασχοληθεί με την οικονομική ανάκαμψη.
Τι πράγμα σας έκανε να έρθετε στη Βουλγαρία;
Ήρθα στη Βουλγαρία τυχαία στα πλαίσια ενός σχεδίου που είχε σχέση με την ανάπτυξη των τεχνολογιών πληροφορικής στην ευρύτερη περιοχή. Τον Σεπτέμβριο του 2001 περίπου μπήκαμε σε μια κρίση, αν θυμάστε, πράγμα που με έκανε να αλλάξω την απόφασή μου και εγκαταλείψαμε την ιδέα για επενδύσεις στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Αναπτύξαμε το σχέδιο μονάχα στη Βουλγαρία. Ήταν η εταιρεία Bitex, η οποία εκείνη την περίοδο ασχολούνταν με Ίντερνετ και τηλεφωνικές επικοινωνίες. Η ανάπτυξή της ήταν επιτυχής και αργότερα την πουλήσαμε σε μια άλλη μεγαλύτερη εταιρεία. Πριν από αυτό θα μπορούσα να πω ότι είχα μια καλή καριέρα στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ. Μόλις ήρθα στη Βουλγαρία το 1999, μπήκα γρήγορα στην καινούργια πραγματικότητα και είδα πως η Βουλγαρία είναι μια πολύ καλή χώρα για την ανάπτυξη επενδύσεων και προσφέρει πολλές δυνατότητες. Πολλοί δεν με πίστευαν, εγώ όμως έβλεπα πολλές προοπτικές.
Όταν μια χώρα βρίσκεται στον πάτο διαθέτει απίστευτες δυνατότητες ανάπτυξης και ήμουν σίγουρος ότι αυτό είναι το σωστό μέρος για την ανάπτυξη δραστηριότητας. Ύστερα από 12 χρόνια εδώ μπορώ να πω ότι η εκτίμησή μου ήταν σωστή. Το 2002 άρχισα να οργανώνω την επενδυτική δραστηριότητά μου στη Βουλγαρία, που απεδείχθη πολύ επιτυχής.
Πρόκειται για επενδύσεις σε δύο πολύ σημαντικούς κλάδους της οικονομίας – τα ακίνητα και τα ενεργειακά σχέδια. Πείτε μας περισσότερα γι' αυτά.
Όλα ξεκίνησαν από τα ακίνητα. Η δραστηριότητά μου ήταν η διοργάνωση μιας επαγγελματικής ομάδας μάνατζμεντ, με πολύ καλή δομή, η οποία διαχειρίζεται ταμεία και σχέδια στον τομέα των ακινήτων. Παρόμοιες εταιρείες δραστηριοποιούνται κυρίως στο Λονδίνο, σε ορισμένες πόλεις της Ελβετίας, υπάρχουν μερικές στην Αθήνα, εκείνη την περίοδο όμως δεν υπήρχε ούτε μία στη Βουλγαρία. Τώρα στη Σόφια υπάρχουν συνολικά τρεις τέτοιες εταιρείες, τότε όμως ήμασταν οι πρώτοι.
Από την αρχή κιόλας ασχολούμασταν μόνο με μεγάλα σχέδια. Προσελκύσαμε στρατηγικούς επενδυτές – μεγάλους επενδυτικούς οίκους και hedge fund από τις ΗΠΑ. Πίστευα στα ακίνητα πριν ακόμη ο τομέας αυτός κάνει το μεγάλο του “μπουμ” και αρχίσει να μεγαλώνει. Όταν το “μπου” έγινε πραγματικότητα, είχαμε ήδη εγκατασταθεί στην αγορά και η ιδέα απεδείχθη επιτυχής. Με την ίδια ομάδα το 2010 αποφασίσαμε να μεταφέρουμε την προσοχή μας στον κλάδο της ενέργειας. Συγκεντρώσαμε ένα καινούργιο πακέτο από τις εξωτερικές αγορές και αυτή τη στιγμή ασχολούμαστε κυρίως με σχέδια που σχετίζονται με την ηλιακή ενέργεια, τα φωτοβολταϊκά συστήματα και τη βιομάζα. Τα σχέδια αυτά έχουν συντονιστεί και με το πρόγραμμα της ΕΕ για την μείωση των επιβλαβών αερίων που εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα – 20/2020. Για το λόγο αυτό ένα μέρος των σχεδίων λαμβάνουν και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, όχι όμως 100%. Το σχέδιό μας είναι τα επόμενα δύο χρόνια να επενδύσουμε συνολικά 200 εκατ. ευρώ, που θα είναι μικτά κεφάλαια από τον ιδιωτικό τομέα, τις τράπεζες και άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Με άλλα λόγια, οι επενδύσεις αυτές θα αποτελούν συνδυασμό από ίδια κεφάλαια και χρήματα από τον τραπεζικό τομέα.
Επειδή είστε ειδικός στην αγορά ακινήτων, θα ήθελα να στρέψω την προσοχή σας στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο γεγονός ότι οι τιμές εδώ παραμένουν υψηλές, παρά την έλλειψη ρευστότητας και την μειωμένη ζήτηση στην αγορά. Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας το φαινόμενο αυτό;
Πρώτ' απ' όλα είναι σημαντικό να καταλάβετε πως οι Έλληνες πιστεύουν ακράδαντα ότι οι τιμές των ακινήτων τους δεν μπορούν να μειώνονται, αλλά μονάχα να αυξάνονται. Οι τιμές στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας διατηρούνται υψηλές με τεχνητό τρόπο. Οι πραγματικές τιμές προσδιορίζονται από εκείνον που ζητεί και όχι από εκείνον που προσφέρει. Πολύ συχνά μπορεί να αναγγέλλονται υψηλές τιμές στην αρχή για κάποιο ακίνητο, σπάνια όμως παραμένουν χωρίς να αλλάξουν.
Στην πραγματικότητα οι συναλλαγές γίνονται πάντα σε πολύ χαμηλότερες από τις αρχικά αναγγελθείσες τιμές. Για παράδειγμα, ένας πωλητής αναγγέλλει αρχική τιμή των 300 000 ευρώ, τελικά όμως πωλεί έναντι 150 000 ευρώ. Το λέω επειδή έχω μιλήσει με ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Όσοι πουλούν και δεν μπορούν να βρουν αγοραστές είτε αποσύρουν τις προσφορές τους, είτε μειώνουν την τιμή, χωρίς πολλή διαφήμιση.
Δηλαδή θεωρείτε ότι η αγορά αυτορυθμίζεται και δεν κινείται από τα χρήματα της παραοικονομίας. Εννοώ τον νόμο που ψηφίστηκε φέτος, ότι δε θα ζητείται το “πόθεν έσχες” για την αγορά πρώτης κατοικίας.
Πάντα πρέπει να υπάρχει έλεγχος για την προέλευση των χρημάτων. Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για πρώτη, για δεύτερη ή τρίτη κατοικία, η αγορά δεν μπορεί να κινείται από την παραοικονομία. Το λέω ως πρόεδρος της Ένωσης ιδιοκτητών γης και ακίνητης περιουσίας.