φωτογραφία www.glasove.com
Ακόμα στα χρόνια του Βασιλείου της Βουλγαρίας ιδρύθηκε σύστημα στρατοπέδων συγκέντρωσης, στα οποία η τότε κυβέρνηση έστελνε τους πολιτικούς της αντιπάλους, βασικά κομμουνιστές, όπως και σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου. Τα πιο γνωστά ήταν Ενίκιοϊ, Γκόντα βόντα, Σβετί Κυρίκ, Σβετί Νικόλα. Τα συγκεκριμένα στρατόπεδα κλείστηκαν αμέσως μετά τις 9 Σεπτεμβρίου 1944.
Το Δεκέμβριο του 1944 όμως ψηφίστηκε νομός περί των σωφρονιστικών ιδρυμάτων εργασίας για τα πολιτικά επικίνδυνα πρόσωπα. Τα «πολιτικά επικίνδυνα» πρόσωπα είναι άνθρωποι οι οποίοι απειλούν «την τάξη στο κράτος και την ασφάλεια». Συμφώνα με το νόμο, τα πολιτικά επικίνδυνα πρόσωπα εκτοπίστηκαν στα στρατόπεδα εργασίας για μια συγκεκριμένη περίοδο με την εντολή του υπουργού Εσωτερικών μετά από την έκθεση του διευθυντή αστυνομίας. Ο νόμος ψηφίστηκε και από τα μελλοντικά του θύματα – βουλευτές από το Αγροτικό κόμμα, σοσιαλιστές, μέλη του κόμματος «Ζβενό», ανεξάρτητους διανοούμενους. Θεωρείται πως η πρόταση για τα στρατόπεδα δόθηκε από το Νικόλα Πετκόφ, ο οποίος αργότερα έπεσε θύμα τους. Για να διαφέρουν από τα τρομακτικά ναζιστικά στρατόπεδα και ακολουθώντας την εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης ονομάστηκαν με τον ευφημισμό «σωφρονιστικά ιδρύματα εργασίας» με το επιχείρημα πως σε αυτά θα εκτοπίζονται «αντικοινωνικά πρόσωπα» για να αναμορφωθούν στο πνεύμα της κομμουνιστικής ηθικής.
Το πρώτο στρατόπεδο ιδρύθηκε κοντά στο Σαντάνσκι – στο σταθμό Σβετί Βρατς τον Ιανουάριο του 1945. Ακολούθησαν τα στρατόπεδα κοντά στο φράγμα Ροσίτσα, το στρατόπεδο «Κουτσιάν» κοντά στο Πέρνικ, στα χωρία Μπόγκντανοβ ντολ, Νικολάεβο, Νοζάρεβο, στο Τούτρακαν. Ιδρύθηκαν και γυναικεία στρατόπεδα στα χωριά Μπόσνα, Μποσιούλια, Ομπρότσιστε, Σκραβένα. Στα στρατόπεδα στέλνονταν κυρίως πρώην αστυνόμοι, αξιωματικοί από το βασιλικό στρατό, λευκοφρουροί, μέλη των διάφορων εθνικιστικών οργανώσεων, πρώην ηγέτες των «αστικών» κομμάτων, πρώην υπουργοί, αναρχικοί, μέλη των αγροτικών κομμάτων, όσοι προσπάθησαν να φύγουν από τη Βουλγαρία, μέλη των παράνομων ομάδων, συνεργάτες των ξένων κατασκοπευτικών υπηρεσιών, πόρνες, εγκληματίες.
Διάφορες πηγές αναφέρουν πως από το 1944 μέχρι το 1962 στη Βουλγαρία λειτουργούσαν 44 στρατόπεδα. Το μεγαλύτερο ήταν αυτό στο νησί Μπέλενε. Η απόφαση για την ίδρυσή του ελήφθη στις 27 Απριλίου του 1949 από την κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Βασίλ Κολάροφ. Εκεί οι αρχές εκτόπιζαν πολίτες κυρίως για πολιτικούς λόγους, ωστόσο στέλνονταν επίσης και εγκληματίες. Αμέσως μετά από την ίδρυσή του στο στρατόπεδο εκτοπίστηκαν 4.500 μέλη των ήδη απαγορευμένων κομμάτων, αγρότες οι οποίοι τάχτηκαν κατά της ίδρυσης των αγροτικών συνεταιρισμών, καθώς και λεγόμενοι «εχθροί με μάσκα κομμουνιστών». Οι κρατούμενοι δούλεψαν στη γεωργία, την κτηνοτροφία, στο εργοστάσιο του στρατοπέδου. Το ίδρυμα κλείστηκε την 1η Ιανουαρίου του 1953 και ξανανοίχτηκε μετά από τα γεγονότα στην Ουγγαρία το 1956. Τον Αύγουστο του 1959 ο πρωθυπουργός Αντόν Γιούγκοφ σε ερώτηση ξένων δημοσιογράφων δήλωσε πως στη Βουλγαρία δεν υπάρχουν πια στρατόπεδα, παρόλο που το Μπέλενε ακόμα λειτουργούσε. Το συγκεκριμένο ίδρυμα κλείστηκε με την απόφαση του Πολιτικού γραφείου του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος με την οποία απελευθερώθηκαν όλοι οι 276 πολιτικοί κρατούμενοι όπως και 981 εγκληματίες. Αργότερα στον ίδιο τόπο ιδρύθηκε φυλακή η οποία άνηκε στο σύστημα του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Το 1959 ιδρύθηκε το πιο σκληρό στρατόπεδο – «Σλάντσεβ μπριαγκ», κοντά στα λατομεία του Λόβετς. Αρχικά εκεί εστάλησαν 166 κρατούμενοι από το στρατόπεδο του Μπέλενε. Από το στρατόπεδο αυτό πέρασαν 2.400 άτομα, και θεωρείται πως 1 στους 10 δε βγήκε ζωντανός από εκεί. Κλείστηκε το 1962 μετά από τις αποκαλύψεις για δολοφονίες και εγκλήματα που πραγματοποιήθηκαν εκεί.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στα στρατόπεδα στέλνονταν κυρίως ύποπτοι για διανομή ανώνυμων φυλλαδίων, για δημιουργία πολιτικών ανεκδότων, νέοι άνθρωποι, που θεωρούνταν από την λαϊκή αστυνομία χούλιγκαν, καθώς και εγκληματίες. Το 1961-1962 κλειστήκαν και τα τελευταία στρατόπεδα, αλλά το 1981 το στρατόπεδο στο Μπέλενε άνοιξε ξανά. Εκεί το 1985-1986 κατά την βίαιη αλλαγή των ονομάτων των μουσουλμάνων εστάλησαν εκατοντάδες Τούρκοι οι οποίοι αρνήθηκαν να αλλάξουν τα ονόματά τους.
Μετά από τις αλλαγές του 1989 η αλήθεια για τα κομμουνιστικά στρατόπεδα έγινε γνωστή, όμως πολλά από τα έγγραφα είχαν ήδη καταστραφεί ή εξαφανιστεί. Για το λόγο αυτό δεν είναι γνωστό πόσα άτομα πέρασαν από τα στρατόπεδα. Υπάρχουν αποσπασματικές πληροφορίες. Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός Αντόν Γιούγκοφ πληροφόρησε το Πολιτικό γραφείο του Κομμουνιστικού κόμματος πως στα στρατόπεδα εργασίας έχουν σταλεί 37.347 άτομα. Σύμφωνα με μια έκθεση της Κρατικής Υπηρεσίας Ασφάλειας από το Σεπτέμβριο του 1944 μέχρι το Μάιο του 1945 ο αριθμός ανέρχεται σε 184.360 άτομα. Πάλι σύμφωνα με τις πληροφορίες της Κρατικής Ασφάλειας, από το 1948 μέχρι το 1956 23.608 άτομα καταδικάστηκαν και εστάλησαν στα στρατόπεδα ή στις φυλακές. Σε αυτόν τον αριθμό δεν συμπεριλαμβάνονται όμως όσοι εκτοπίστηκαν χωρίς δικαστική απόφαση. Για παράδειγμα, τον Απρίλιο του 1956 στο Μπέλενε από τους 5.000 πολιτικούς κρατούμενους μόνο οι 1.500 είχαν δικαστική απόφαση.