The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Ένας Έλληνας με μια μπίρα Shumensko στο χέρι ασχολείται με οικολογική γεωργία στο Κότελ

22 Ιανουάριος 2011 / 20:01:42  GRReporter
8745 αναγνώσεις

Πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας είναι ο Αναστάσιος Μπρακατσούλας, ένας νεαρός νομικός που σπούδασε στο Λονδίνο. Πιστεύει στις δυνατότητες να αναπτύσσεται πετυχημένη επιχειρηματική δραστηριότητα στη Βουλγαρία και σκοπεύει να κάνει ακριβώς αυτό. Ένα βράδυ ένα μπουκάλι βουλγαρική μπίρα Shumensko σε μια μοντέρνα καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας με εξέπληξε τόσο πολύ που έπρεπε να μάθω πώς βρέθηκε εκεί. Ρώτησα τον ιδιοκτήτη αν προσφέρει αυτή τη μπίρα στο μαγαζί του, αλλά εκείνος μου απάντησε «Όχι» και ύστερα μου έδειξε ένα χαμογελαστό νεαρό, ο οποίος μιλούσε άνετα με μια παρέα φίλων πίνοντας σιγά σιγά την μπίρα του με τη γνωστή μου ετικέτα. «Γεια σου, πού βρήκες αυτή την μπίρα;» τον ρώτησα ευθέως και εκείνος μου απάντησε: «Την έφερα μόνος μου!».

Έτσι γνώρισα το Θανάση (πιο σύντομο από τον «Αναστάσιο»), που συμφώνησε να μιλήσει για την εμπειρία του να αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα στη Βουλγαρία, καθώς και για τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών.

Πώς αποφάσισες να ξεκινήσεις επιχειρηματική δραστηριότητα στη Βουλγαρία;

Όλοι αυτή την ερώτηση μου κάνουν, ιδιαίτερα όταν μάθουν πως ασχολούμαι με την κτηνοτροφία ή με δύο λόγια με την εκτροφή προβάτων. Την απόφαση δεν την πήρα εγώ. Η πρωτοβουλία ήταν πρώτα του πατέρα μου μαζί με δύο φίλους του. Η απόφαση ήρθε διότι κρίναμε πως η Βουλγαρία είναι μια χώρα, η οποία δίνει πολλές δυνατότητες ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας και καταγράφει σημαντική οικονομική άνοδο. Ιδιαίτερα ελκυστικός είναι ο αγροτικός τομέας, επειδή έχει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις, ενώ η περιοχή γύρω από την πόλη Κότελ, της Νότιας Βουλγαρίας, διαθέτει πολλά πλεονεκτήματα.

Πώς πραγματοποιήθηκε η πρώτη επαφή;

Ένας από τους συνεργάτες στην επιχείρηση γνώρισε τον Βούλγαρο που μας έφερε σε επαφή. Ήταν ένας Σαρακατσαναίος που μιλούσε ελληνικά και πρώτος μας παρουσίασε τα πλεονεκτήματα της περιοχής. Από ελληνικής πλευράς ο πατέρας μου με τους δύο συνεταίρους του πήγαν να δουν την γη, τους άρεσε, κι έτσι άρχισαν όλα το 2003. Ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί μια κάθετη μονάδα παραγωγής, η οποία να συνδέει την παραγωγή από την αρχή ώς το τέλος – τη γη, τα ζώα, τις εξαγωγές κρέατος, και αργότερα και ένα τυροκομείο για την παραγωγή βιολογικού τυριού. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση για την επένδυση έπαιξε και η τιμή – η γη στη Βουλγαρία, ιδιαίτερα στην περιοχή του Κότελ είναι πράγματι πολύ φτηνή.

Πότε και εσύ έλαβες μέρος στο σχέδιο;

Όταν η όλη επιχείρηση ξεκινούσε, ήμουν ακόμη στην Αγγλία και σπούδαζα. Συνόδευσα τον πατέρα μου δύο φορές την περίοδο 2003-2005, στην πραγματικότητα όμως μπήκα στην επιχείρηση το 2006. Άρχισα να μαθαίνω πράγματα για την Βουλγαρία, για την γεωργία και την συγκεκριμένη δραστηριότητα, ώστε να μπορέσω πράγματι να είμαι χρήσιμος. Δυστυχώς, η αρχική μας δραστηριότητα δεν πήγε καλά, μέσα από αυτή όμως ανακάλυψα νέες ευκαιρίες ανάπτυξης. Θέλω να τονίσω ότι παρ’ όλα αυτα η Βουλγαρία και η γεωργία στη χώρα έχουν τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης.

Είπες ότι η δραστηριότητα δεν πήγε καλά. Γιατί;

Είναι και η πιο συχνή ερώτηση που ακού όταν μιλάω για την επιχείρησή μας στη Βουλγαρία με άλλους Έλληνες. Η αποτυχία ήταν αποτέλεσμα δικού μας λάθους, και όχι κάποιας εξωτειρκής αιτίας. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο χωρών – εδώ τα προβλήματα προέρχονται κυρίως από τους παράγοντες που μας περιβάλλουν, οι οποίοι αντί να σε βοηθούν, σε εμποδίζουν όταν είσαι αποφασισμένος να πετύχεις κάτι.

Εννοείς το κράτος;

Το κράτος, και όχι μόνο. Εκτός από την ατέλειωτη γραφειοκρατία, πάντα υπάρχει η πιθανότητα κάποιος γείτονας να υποβάλει μήνυση ή να μην σου δώσουν άδεια, αν δεν λαδώσεις κάποιον δημόσιο υπάλληλο. Για να ανοίξεις μια καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας, για παράδειγμα, πρέπει να σου δώσουν άδεια από το Τμήμα «Αρχαιολογίας», που στην ουσία δεν έχει τι να ελέγχει αφού το μαγαζί βρίσκεται σε κτήριο που χτίστηκε τη δεκαετία του ’50. Θεός φυλάξει αν χρειαστεί να ασχολείσαι με φορείς όπως την Δημοτική πολεοδομία, την Εφορία, την Πυροσβεστική υπηρεσία κτλ.

Στη Βουλγαρία δεν αντιμετωπίσαμε προβλήματα σε επίπεδο φορέων, το αντίθετο - τα πάντα πήγαιναν ρολόι. Ίσως λίγο πιο σωστά απ’ ότι πρέπει, χωρίς όμως αποκλίσεις.

Τι εννοείς;

Η βασική επένδυση πραγματοποίηθηκε με 100% ίδιο κεφάλαιο, για να αναπτύξουμε τη δραστηριότητα. Για να το ανεβάσουμε στο επόμενο επίπεδο, υποβάλαμε υποψηφιότητα σε ένα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα ανάπτυξης της γεωργίας του SAPARD. Όταν ήρθαν να μας ελέγξουν διαπιστώθηκε ότι ένα από τα έγγραφά μας δεν ήταν ακριβές. Προσπαθήσαμε να πείσουμε την Επιτροπή Εποπτείας ότι μπορούμε να διορθώσουμε το λάθος, δεν έκαναν όμως πίσω και δεν μας έδωσαν αναβολή. Ούτως ή άλλως στην περιοχή αυτή πριν από 5 χρόνια δεν υπήρχε καμιά πραγματική παραγωγή, ενώ το σχέδιό μας έδινε την δυνατότητα ανάπτυξης μιας καινούριας δραστηριότητας στην περιοχή, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Ήμασταν η μόνη επιχείρηση η οποία έδειχνε οποιοδήποτε ενδιαφέρον να κάνει οτιδήποτε στην περιοχή.

Η επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τίποτα από τα παραπάνω και έγραψε μια αναφορά στο κεντρικό γραφείο στη Σόφια. Όταν ήρθε η Επιτροπή Ελέγχου από τη Σόφια, έφτασε με αστυνομικό – αυτό επίσης ήταν πολύ παράξενο.

Σε τελευταία ανάλυση τι έγινε με το σχέδιο για την κτηνοτροφική μονάδα και το τυροκομείο;

Η άρνηση του SAPARD μας άφησε μια όχι μικρή οφειλή προς την τράπεζα, που ύστερα από υπολογισμούς καταλάβαμε ότι αν συνεχίσουμε το σχέδιο, δε θα μας φέρει την αναμενόμενη αποδοτικότητα σε αυτή τη φάση. Για το λόγο αυτό παγώσαμε την δραστηριότητα, που δεν σημαίνει ότι την έχουμε παρατήσει. Οι δύο άλλοι συνέταιροι έφυγαν φέτος και τώρα ανέλαβα εγώ προσωπικά την ίδρυση της νέας επιχείρησης, η οποία θα έχει βασικό σκοπό την γεωργία και όχι την κτηνοτροφία.

Βρίσκω πραγματική σπατάλη το να έχεις τόσο πλούσια και εύφορη γη και να μην την αξιοποιήσεις, και δεν μιλάω μάλιστα για τις συνηθισμένες καλλιέργειες, αλλά για νέες μοντέρνες, που έχουν μέλλον. Σκέφτομαι τα δεντροκομεία, τα οποία στην Ελλάδα, με εξαίρεση τα ελαιόδεντρα, δεν έχουν αναπτυχθεί πολύ καλά. Αυτή τη στιγμή η χώρα δεν παράγει και εισάγει, για να καλύψει την ζήτηση πολλών και διάφορων καρπών, όπως των κάστανων, των φουντουκιών, των αμυγδάλων κτλ. Το ίδιο συμβαίνει και στη Βουλγρία. Επιπλέον, εκεί το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και οι ντόπιοι παραγωγοί προτιμούν να εξάγουν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό, όχι επειδή στην ενδοχώρα δεν υπάρχει ζήτηση, αλλά επειδή οι εξαγωγές τούς φέρνουν μεγαλύτερο κέρδος. Άλλωστε, η γη στη Βουλγαρία αγοράζεται μέσω μεσιτικών γραφείων, που αποτελεί μια πρόσθετη δαπάνη, και η επένδυση πρέπει να αρχίσει να αποδίδει.

Όλα αυτά βρίσκονται ακόμη σε ένα πρωταρχικό στάδιο και χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη. Η γη, όπως και ο άνθρωπος, που είναι παραμελημένος, θέλει καιρό και φροντίδα, μέχρι να αποκαταστήσει την καλή του φόρμα. Υπολογίζω ότι μετά από δύο περίπου χρόνια θα έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε τις απαραίτητες αλλαγές και να πραγματοποιήσουμε τις απαραίτητες μελέτες, με τις οποίες θα διαπιστωθεί ποιές είναι οι πιο κατάλληλες καλλιέργειες για το συγκεκριμένο έδαφος.

Αντιμετώπισες προβλήματα με τη διαφθορά;

Όχι. Ακόμη και να υπάρχει διαφθορά, και ξέρω ότι υπάρχει, δεν αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Έμαθα για περιστατικά με πολύ μεγάλα έργα του SAPARD εταιρειών που είχαν σχέσεις με τους κυβερνώντες, στις οποίες διαπιστώθηκαν παραβάσεις. Έγινε ανάκριση, οι παραβάσεις διαπιστώθηκαν, ενώ οι ένοχοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν τα χρήματα, αν δεν κάνω λάθος. Βέβαια, υπάρχει κάποια διαφθορά στη Βουλγαρία, είναι όμως στα υψηλότερα επίπεδα και δεν αφορά σε τέτοιον βαθμό την καθημερινότητα του απλού πολίτη, όπως στην Ελλάδα.

Δυστυχώς, όχι όλοι δέχονται καλά τους Έλληνες στη Βουλγαρία και μάλιστα για διάφορους λόγους. Είχες προβλήματα με τους Βούλγαρους στην αρχή;

Όταν αρχίσαμε, υπήρχε μια ορισμένη επιφυλακτικότηατα και από τις δύο πλευρές. Υπάρχει και ένα βεβαρημένο παρελθόν, που χαλάει τις σχέσεις μεταξύ των δύο εθνών, αντίθετα για παράδειγμα από τις σχέσεις των Ελλήνων με τους Σέρβους. Μόνο τα τελευταία 20 χρόνια αρχίσαμε να επικοινωνούμε πιο στενά. Στην αρχή θέλαμε να αναπτύξουμε μια δραστηριότητα, αλλά δεν ξέραμε τι ακριβώς να περιμένουμε. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι οι Βούλγαροι δεν ήταν σίγουροι για τις προθέσεις μας αρχικά και υπήρχε μια απόσταση. Σε τελευταία ανάλυση τα πάντα λύθηκαν με την προσωπική επαφή, κατά την οποία οι δύο πλευρές γνωριστήκαμε και οι στόχοι και οι προσδοκίες μας έγιναν σαφείς.

Ποιο κατά τη γνώμη σου είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισες στη Βουλγαρία;

Λείπει εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό με όρεξη για δουλειά. Οι πιο δυνατοί και δραστήριοι άνθρωποι της Βουλγαρίας σε εργασιακά ενεργό ηλικία είτε έχουν φύγει για το εξωτερικό, είτε έχουν μετακομίσει στις μεγάλες πόλεις. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι σήμερα έχουν φύγει περίπου 1,5 εκατ. άτομα, που σκορπίστηκαν στην Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιταλία, τις ΗΠΑ. Ένα μεγάλο μέρος όσων έχουν μείνει στη Βουλγαρία είτε είναι στην συνταξιοδοτική ηλικία, είτε σε ηλικία κοντά στην σύνταξη, είτε δε θέλουν να ασχολούνται με τη γεωργία, είτε είναι άνθρωποι (να χρησιμοποιήσουμε τον πολιτικά ορθό όρο, εξήγησε με τρόπο ο Θανάσης) με χαμηλή εργασιακή κουλτούρα και χωρίς κίνητρα – δηλαδή τεμπέληδες. Είναι η δική μου άποψη. 

Όσοι πάλι έχουν σπουδάσει γεωπονική και αυτή τη στιγμή εργάζονται στο αντικείμενο που σπούδασαν, είναι πολύ λίγοι, και απασχολούνται στις μεγάλες εταιρείες του τομέα σε πόλεις όπως Πλέβεν, Λόβετς, Ντόμπριτς, ή σε άλλες πόλεις της επαρχίας, και δεν είναι πρόθυμοι να έρθουν να εργαστούν σε μια μικρή επιχείρηση, η οποία τώρα αρχίζει να αναπτύσσει τη δραστηριότητά της.

Την πρώτη φορά που σε είδα, είχες μια μπίρα Shumensko στο χέρι. Ποια είναι τα αγαπημένα σου βουλγαρικά προϊόντα;

Πρώτα για το Shumensko. Είναι μια πολύ καλή μπίρα, η οποία κατά τη γνώμη μου είναι σε υψηλότερο επίπεδο από τις γνωστές μας μάρκες Amstel και Heineken, που είναι και πιο ακριβές. Μ’ αρέσει η liutenitsa (ένα είδος πηχτής σάλτσας ντομάτας). Υπάρχουν πολλά και καλά κρασιά τελευταία στη Βουλγαρία, καθώς και διάφορα αλλαντικά και άλλα προϊόντα κρέατος πολύ καλής ποιότητας. Από τους ντόπιους παραγωγούς πάλι μπορεί να βρει κανείς πολύ νόστιμα και βιολογικά τυριά. Αυτά, όπως και το κρασί, έχουν ακόμη λίγο  άγρια, βαλκανική γεύση, και είναι πολύ διαφορετικά από τα γαλλικά, για παράδειγμα, τυριά, που είναι γνωστά για την λεπτή τους γεύση.

Εντούτοις, πολλά βουλγαρικά προϊόντα είναι υψηλής ποιότητας και στην ουσία είναι οικολογικά προϊόντα, χωρίς να έχουν την αντίστοιχη σφραγίδα. Η γη είναι εύφορη και μπορεί να βγάλει προϊόντα καλής ποιότητας, στα οποία να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της ποιότητας και της ποσότητας των πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν. Για πολλά χρόνια η Ελλάδα διατηρούσε πολύ καλή ποιότητα των ντόπιων προϊόντων. Αυτό όμως άλλαξε με τα χρόνια. Η Βουλγαρία έχει ακόμη το πλεονέκτημα αυτό.

Δηλαδή, τα βουλγαρικά προϊόντα έχουν μέλλον στην ελληνική αγορά;

Έχουν μέλλον, όμως αν το βουλγαρικό προϊόν δεν διεισδύσει στην ελληνική αγορά, το πρόβλημα σίγουρα δε θα είναι η ποιότητα. Είναι επειδή οι Έλληνες είναι από τους χειρότερους, ή καλύτερα από τους πιο παράξενους καταναλωτές στον κόσμο, κατά τη γνώμη μου. Είναι πολύ προκατειλημμένοι, και αυτό θα είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει. Ο μέσος Έλληνας δεν έχει καλή γνώμη για τα βουλγαρικά προϊόντα και δεν τα θεωρεί καλής ποιότητας, παρ’ όλο που δεν τα γνωρίζει. Επιπλέον, έχει το κόμπλεξ να αγοράζει αυτό που είναι πιο ακριβό, παρ’ όλο που καμιά φορά μπορεί και να μην είναι το καλύτερο. Ένα παράδειγμα είναι τα καρύδια – ο Έλληνας καταναλωτής θα προτιμήσει τα ελληνικά καρύδια, παρ’ όλο που τα βουλγαρικά είναι της ίδιας ή και καλύτερης ποιότητας, κοστίζουν όμως δύο φορές λιγότερο.

Τα τελευταία χρόνια έχω προσπαθήσει να προωθήσω βουλγαρικά προϊόντα στην ελληνική αγορά και παντού στην αρχή αντιμετωπίζω δυσπιστία.

Ίσως λείπει και μια ενιαία πολιτική της βουλγαρικής κυβέρνησης και παραγωγής που να βοηθήσει τις εξαγωγές;

Δεν ξέρω. Στην ουσία λείπει η πείνα, για να καταλάβει ο Έλληνας ότι το φτηνό βουλγαρικό προϊόν είναι καλής ποιότητας (γελάει). Σίγουρα έχει τι να γίνει από βουλγαρικής πλευράς, ώστε να ακουστεί για την ύπαρξη της βουλγαρικής παραγωγής. Σχεδόν κανείς δεν μου έχει πει ότι ορισμένο βουλγαρικό προϊόν δεν είναι καλό, αφού το έχει δοκιμάσει. Δεν είναι όμως λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες μου λένε ότι είναι καλό, αλλά δεν έχει την λεπτή, εκλεκτική γεύση, αν μιλάμε για τα τυριά, για παράδειγμα. Εντούτοις, αρέσει σε όλους.

Νομίζεις ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα θα βοηθήσει το εγχείρημά σου στη Βουλγαρία;

Ναι, θεωρώ ότι έχω προσανατολιστεί σωστά και θα με βοηθήσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Επιπλέον, πιστεύω ότι το εργατικό δυναμικό ηλικίας μεταξύ 30 και 45 ετών πρέπει να καταλάβει, ότι τίποτα δε θα αλλάξει στη χώρα, αν δεν πάρουμε εμείς οι ίδιοι τα πράγματα στα χέρια μας και δεν αναλάβουμε κάποια ρίσκα. Ακριβώς αυτό κάναμε, διασχίζοντας τα σύνορα με τη Βουλγαρία. Είναι μια καλά οργανωμένη χώρα, στην οποία μπορεί κανείς να αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα. Τα βουλγαρικά προϊόντα είναι καλής ποιότητας και υπάρχουν δυνατότητες ανάπτυξης.

 

Πηγή: grreporter.info

Tags: οικολογική γεωργία Κότελ Shumensko οικολογικά προϊόντα
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus