The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Ποιήματα του Κίριλ Καντίισκι

20 Νοέμβριος 2015 / 11:11:35  GRReporter
23583 αναγνώσεις

Τη βουλγάρικη λογοτεχνία σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα 

Ο Κίριλ Καντίισκι γεννήθηκε το 1947 στην πόλη Κιουστεντίλ. Σπούδασε ρωσική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Άγ. Κλ. Όχριντσκι». Ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και εκδότης, είναι ένας από τους ιδρυτές του βουλγαρικού samizdat και ιδιοκτήτης του πρώτου ιδιωτικού εκδοτικού οίκου στη Βουλγαρίια μετά το 1989. Έχει μεταφράσει σειρά Γάλλων και Ρώσων ποιητών, (μεταξύ των οποίων τους Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Βερλαίν, Μαλλαρμέ, Απολλιναίρ, Σαντράρ, Τιούτσεφ, Μπλοκ, Βολόσιν, Πάστερνακ), και επιμελήθηκε την ποιητική ανθολογία Από τον Βιγιόν στον Βιάν.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, πολωνικά, ουγγρικά, ρωσικά, ουκρανικά, και τουρκικά και άλλες γλώσσες. Έχει τιμηθεί με βουλγαρικά και διεθνή βραβεία. Στα ελληνικά ποιήματά του έχουν εκδοθεί από τις εκδ. Παρουσία (2002) σε μετάφραση της Ζντράβκα Μιχάιλοβα.

 

 

 

 

ΣΩΖΟΠΟΛΗ

Και εδώ – όπως παντού στον κόσμο τούτο! –

η εικόνα είναι πάντοτε η ίδια:

η θάλασσα στην ακρογιαλιά στροβιλίζει ανυπόμονα

τις τσαλακωμένες εφημερίδες της και τις κατασπαράζει

         οργισμένη.

 

Τα γεροντάκια στέκουν στα κατώφλια. Στα φθαρμένα

         τους γυαλιά

ο κόσμος με τις ειδήσεις τους μεγαλώνει,

κοντεύει να εκραγεί. Ενώ πίσω από τα στρογγυλά τους  

         μέτωπα

τί μεγαλώνει – ικανοποίηση ή φόβος; Ή λησμονιά;

 

Στέκουν στο κατώφλι, στο πραγματικό κατώφλι! – και

         με τις ώρες

αφουγκράζονται το κάλεσμα κάποιας σειρήνας που

έρχεται από το γαλάζιο

και η ζέστη, τώρα πιά; - στα κορμιά τους συσσωρεύεται.

 

Στέκουν δυσφορώντας από την ψύχρα που εισχωρεί...

Και πού να ξέρουν ότι ο ήλιος είναι ένας μεγεθυντικός

                   φακός

με τον οποίο κάποιος θέλει να αναφλέξει τον κόσμο

τούτο;

 

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Η μοναχική λέξη δεν μπορεί να είναι ποίηση...

Χρειάζονται

δύο τσακμακόπετρες για να ανάψει η σπίθα. Και δύο

κορμιά για να αρχίσει στη ζεστή μήτρα του δειλινού να

τρεμοπαίζει ο Εσπερινός – σαν χρυσό

έμβρυο... Δύο λέξεις – ακόμη και οι πιο απλές – αρκούν

για ένα ποίημα. Να το: αμμώδης χρόνος.

 

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ

Στον Ντμίτρι Παβλίτσκο

Ανασκολοπισμένο κεφάλι μας δίνει το φως...

Η νύχτα με τις βουλγάρες αδελφές της

πλένει στα ποτάμια πουκάμισα βοεβόδων και ποιητών,

που όμως πάλι ξεβράζονται αιματοβαμμένα το χάραμα.

 

Αχ, αυτά τα βουλγάρικα ποτάμια φιδίζουν και έρπουν

στα σπάργανα που από μέσα τους βγήκε

η ελευθερία... Σταυρωμένη ακόμη από την κούνια!

Όμως όχι – σε σταυρό δεν μπορεί να κρεμαστεί το πνεύμα.

 

Μακάρι να μπορούσες ακόμη να δεις

κάτω από τον πάτριο ουρανό – που ψυχομαχά!

στο λιβάνι της μπαρουτομίχλης

 

πως η ελευθερία κάνει μνημόσυνα –

οι σφαίρες είναι τα κόλλυβά της

το λευκό της πρόσφορο τα ανδρικά κορμιά.

 

 

ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΑΡΩΝ

Στον βροχερό ουρανό πάνω από το Περ Λασέζ αιωρείται

μια κόκκινη ψυχή... Και σκοτεινιάζει μαζί

με τη μέρα.

Και όπως κάθε όνειρο του παραλόγου  

το νεκροταφείο διασχίζοντας – από πού ξεκίνησε και

που πάει; -

καλπάζει καβαλάρης από μάρμαρο: φτερό του αλόγου του.

Σαν να μην ξέρει πως πάντοτε η σφαίρα σπεύδει να

χτυπήσει στα φτερά;

                                      Το δειλινό βάφει με αίμα το τείχος

και οι σκιές των σταυρών ορθώνονται

δίπλα του – αγωνιστές της Κομμούνας μπροστά

στο εκτελεστικό απόσπασμα.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Κάτω από την Αψίδα τιου Θριάμβου και ο σημερινός

         ήλιος περνά –

έκπτωτος βασιλιάς σβήνει με φθίνουσα δόξα.

 

Όλα φεύγουν: επιτυχίες, πλούτη, δεινά...

Και η Αψίδα του Θριάμβου είναι μεγαλύτερη

απ’ όλες τις νίκες. Αν δεν υπήρχε –

από πού άραγε θα περνούσαν οι μελλοντικές νίκες;

 

ΠΕΡΙΧΩΡΑ

Στα περίχωρα το φθινόπωρο

μοιάζει με επαρχιώτικο.

Η γη είναι σκεπασμένη όλη

με πάχνη και άλικα φύλλα.  

Το πελέκι έχει μακρύ πόδι,

μόνο του πηγαίνει προς το ικρίωμα,

ο κόκκορας πάνω του λαλεί

πάλι τη ζωή δοξολογεί.

 

Σιωπή θα βασιλέψει,

θα σιγοκαίει κάρβουνο πίσω από τα τζάμια.

Και στη σιγή θα ακούγεται

ακόμα και η φωνή των σκέψεων...

 

Και έχοντας επιζήσει – για πολλοστή φορά; -

         της σχεδόν νεκρής φύσης,

      θα βήχει ο γέρος, θα τρομάζει

   τη γειτονιά, οι μέρες θα σέρνονται,

        ώσπου και αυτός να σωπάσει

     και ο ήλιος σταματήσει να καίει

  σφραγίζοντας με δύο παλιά φλουριά

              τα ανοιχτά του μάτια.       

 

 

        

                   ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Η λεύκα – μοναχικός μιναρές –

ξεπροβάλλει. Και ο ήλιος με σαρίκι κόκκινο

την πρωινή του προσευχή αρχίζει μπροστά

στη γονατιστή, σε έκσταση, θάλασσα.

 

Τα λόγια σου ποιος θα τα καταλάβει;

Εσύ το νεκρό πλήθος κεντρίζεις

με τη λεπτή ειρωνία. Πάει καλά!

Όμως το δέρμα απ’ το μαστίγωμα έχει σκληρύνει...

 

Εσύ που μπορείς να μιλάς με την αιωνιότητα,

από μια πλουσιοπάροχη υπόσχεση

ή από φόβο θα σιωπούσες;

 

Ακόμα και σήμερα η σιωπή είναι χρυσός,

αφού φτωχός κυκλοφορεί ο τολμηρός ποιητής

και πληρώνει – σιωπηλά – για κάθε στίχο.

 

                           

                            ΑΪΝΣΤΑΪΝ

Το σύννεφο των μαλλιών σου προς τα πού ταξιδεύει;

Κοιτάς τρομερός και κουρασμένος

το βαρύ ύδωρ της αωνιότητας θα σαρώσει

τους σκονισμένους βιβλικούς ουρανούς.

 

Έξω τα δέντρα λυγίζουν. Λάμψη. Βρόντηξε...

Ποιος άραγε στον κήπο του σύμπαντος, χαμένος και

         μόνος,

θα δει πρώτος (όπως ο Νεύτων το μήλο)

να πέφτει η ώριμη γη...

 

Σκοτάδι και καύσωνας. Αστραπές διασχίζουν το

         σκοτάδι –

σαν να σκάει το μαύρο αυγό

που έβγαζε πάντα Πουλιά της Φωτιάς.

 

Και απ’ τους κεραυνούς που διέσχισαν το πρόσωπό

         σου,

αύριο αυτός ο κόσμος τί να περιμένει;

εξαπτέρυγο φοίνικα ή καρβουνιασμένο πτώμα;

 

 

         ΔΕΙΠΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΜΜΑΟΥΣ

Πορεύονταν στον δρόμο προς την Εμμαούς.

Ήταν η ώρα του δειλινού και μια χρυσή στήλη σκόνης

στριφογύριζε σαν το πρωτόκτιστο χάος.

Και δεν αναγνώρισαν ποιός ήταν ανάμεσά τους.

 

Είδαν ότι δίπλα τους περπατάει ένας άνθρωπος

και τον προσκάλεσαν να καθίσει στο τραπέζι.

Εκείνος τους έδωσε συμβουλές για αργότερα.

Όμως, αλίμονο, δεν κατάλαβαν ποιος ήταν.

 

Όταν έκοψε το ψωμί τους, έμειναν άναυδοι.

Όμως ήταν αργά. Σαν φρικτή πληγή

φλεγόταν το σκοτάδι ανάμεσά τους – όλο και βαθύτερο.

 

Και εσύ απορείς που εκπέμπεις φως

και που κανείς εδώ δεν σου δίνει σημασία –

μα είσαι κιόλας Θεός!

 

Μετάφραση από τα βουλγαρικά: Ζντράβκα Μιχάιλοβα      

Tags: Κλινική στον τρίτο όροφο σειρά μικρή οθόνη
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus