The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Δεν έχουμε βρει ακόμη τον κώδικα με τον οποίο να επικοινωνούμε

11 Φεβρουάριος 2015 / 19:02:22  GRReporter
4713 αναγνώσεις

Ο Γιάννης Λιόλιος σπούδασε κοινωνιολογία στη Βουλγαρία, τα τελευταία 20 χρόνια όμως είναι ιδιοκτήτης μιας δικής του εταιρείας αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής. Με υποδέχεται στο γραφείο του που μοιάζει με ένα συνηθισμένο γραφείο εργασίας. Με μία εξαίρεση – έχει μεγάλη βιβλιοθήκη. Τα βιβλία θα παίξουν κεντρικό ρόλο στην συζήτησή μας.

Ο Γιάννης απεδείχθη ένας συνομιλητής πρόθυμος να μιλάει. Ξεκινάει προς μια κατεύθυνση την οποία σκεφτόμουν ότι θα αναφέραμε προς το τέλος της συζήτησης.

Όταν ο Γιάννης Λιόλιος μιλάει για τον Στέφαν Γκέτσεφ στη φωνή του διακρίνονται πολλά συναισθήματα. Οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν όπως μεταξύ δασκάλου και μαθητή, «όπως στην αρχαία Ελλάδα».

Ο Στέφαν Γκέτσεφ είναι μια σπουδαία, αλλά υποτιμημένη προσωπικότητα της βουλγαρικής πολιτιστικής ζωής. Γεννήθηκε στην παραδουνάβια πόλη Ρούσε, σπούδασε στη Σόφια, το Παρίσι και την Αθήνα. Εργάστηκε σε διπλωματικές αποστολές της Βουλγαρίας στο εξωτερικό και πριν και μετά το 1944 (όταν στην χώρα εγκαταστάθηκε το κομμουνιστικό καθεστώς). Μαζί με τον σκηνοθέτη Στέφαν Σαρτσατζίεφ και τον ποιητή Βεσελίν Χάντσεφ ίδρυσαν το Κρατικό Θέατρο Σάτιρας. Λόγω της συλλογής ποιήματων του "Σημειωματάριο" κατηγορήθηκε από τους κομματικούς κριτικούς κύκλους για "σουρεαλισμό και ντανταϊσμό" και για πολλά χρόνια κυριολεκτικά διώχθηκε από την λογοτεχνική ζωή της χώρας. Ο Γκέτσεφ έκανε την πρώτη μετάφραση στα βουλγαρικά του αγαπημένου για ολόκληρες γενιές παιδιών βιβλίου του Λούις Κάρολ «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων». Ειδική θέση ανάμεσα στις μεταφράσεις του έχει λάβει η ποίηση του Καβάφη και του Σεφέρη. Ο Γκέτσεφ έχει μεταφράσει και συντάξει τα βιβλία "Σύγχρονη ελληνική ποίηση", "Παλατινή ανθολογία", "Ανθολογία της νέας ελληνικής ποίησης", "Η χαρά της ζωής" του Εμίλ Ζολά, "Γάλλοι ποιητές σουρεαλιστές" κ.ά.

Ο Στέφαν Γκέτσεφ

Για τον Γιάννη Λιόλιο ο Γκέτσεφ ήταν φίλος, μέντορας, παράδειγμα προς μίμηση. Και κάτι πολύ σημαντικό: ο Στέφαν Γκέτσεφ συμβόλισε την φιλία μεταξύ της Βουλγαρίας και της Ελλάδας με τον τρόπο με τον οποίο την βλέπει ο Γιάννης.

- Οι δύο λαοί μας δεν γνωρίζονται στ’ αλήθεια. Ναι, οι Βούλγαροι πάνε για διακοπές στην Ελλάδα, και οι Έλληνες έρχονται στη Βουλγαρία, όμως αυτή δεν είναι πραγματική γνωριμία. – ξεκινάει ο Γιάννης. – Ο Στέφαν Γκέτσεφ έλεγε πως τα πράγματα που μας ενώνουν είναι περισσότερα από τα πράγματα που μας χωρίζουν. Σε αυτή τη βάση πρέπει να χτίζουμε τις σχέσεις μας. Διάφοροι είναι οι λόγοι που βάζουν εμπόδια ανάμεσά μας, το πρόβλημα είναι πως δεν καταβάλλουμε αρκετές προσπάθειες ώστε να ξεπερνάμε τα εμπόδια αυττά. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα...

Ο Γιάννης μου κάνει δώρο τέσσερα αντίτυπα του βιβλίου "Αίμος. Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης". Παίρνω στα χέρια μου ένα από τα βιβλία και το κοιτάζω με ενδιαφέρον – βαρύ, πολυτελές και... άγνωστο.

- Κάνε δώρο και στους συναδέλφους σου. – προσθέτει ο Γιάννης με ειλικρίνεια και συνεχίζει: - Όταν διαβάσει κανείς την Ανθολογία, μπορεί να αισθανθεί την αύρα των Βαλκανίων. Στις σκανδιναβικές χώρες για παράδειγμα, έχουν βρει τον κώδικα επικοινωνίας τους. Είναι συγκρατημένοι, αλλά ο κώδικας αυτός τούς κάνει. Εμείς, Ιβάν, δεν έχουμε ακόμη βρει τον δικό μας κώδικα επικοινωνίας, εκείνον που θα μας βοηθήσει να επικοινωνούμε. Μοιάζουμε πολύ όλοι εμείς στα Βαλκάνια. Όταν διαβάσεις τα ποιήματα, θα καταλάβεις τι εννοώ. Περνάει σαν ένα κύμα μέσα από την ποίηση. Οι ποιητές έχουν τις αισθήσεις γι’ αυτό, έχουν ανακαλύψει την κοινή μας αύρα, αυτό που μας ενώνει. Οι απλοί άνθρωποι επίσης μπορούν να το νιώσουν, αν επικοινωνούν χωρίς προκαταλήψεις. Προς το παρόν όμως δεν τον έχουμε διευκρινίσει ξεκάθαρα. Ίσως είναι η εγκαρδιότητα και η ζεστασιά μας, χαρακτηριστική για όλους τους βαλκανικούς λαούς.

Ο Στέφαν Γκέτσεφ στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη η Ανθολογία αυτή ένιωθε πως δεν έχουμε ακόμη βρει την γλώσσα με την οποία να επικοινωνούμε. Πως δεν γνωριζόμαστε αρκετά καλά, παρ’ όλο που είμαστε γείτονες εδώ και αιώνες. Στην Ελληνική Πρεσβεία στη Σόφια υπάρχει μια αίθουσα που φέρει το όνομα του δασκάλου μου και μεγάλου φίλου της Ελλάδας – η αίθουσα «Στέφαν Γκέτσεφ». Ο προορισμός της είναι ακριβώς αυτός – να αποτελεί ένα μέρος στο οποίο οι δύο λαοί να αλληλογνωρίζονται και να ανακαλύπτουν τον δικό τους κώδικα, τη δική τους γλώσσα με την οποία να επικοινωνούν. Για μένα όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Θέλω περισσότερα. Θέλω πιο δραστήρια πολιτική από τις δύο χώρες. Είμαστε μέλη της ΕΕ, οι αρχές της εξωτερικής πολιτικής μας είναι ίδιες – ειρήνη, αλληλοβοήθεια κτλ. Ο βασικός στόχος των υπουργείων Εξωτερικών μας πρέπει να είναι η δημιουργία συνθηκών για διάλογο μεταξύ των δύο κρατών. Ως άνθρωπος που ζει εδώ και 30 χρόνια στη Βουλγαρία, μπορώ να πω ότι οι Έλληνες δεν γνωρίζουν τη Βουλγαρία. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τους Βούλγαρους – δεν γνωρίζουν την Ελλάδα. Είναι παράλογο, είμαστε γείτονες, κι όμως δεν γνωριζόμαστε. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να γίνουν, όχι μόνο σχετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά κυρίως σχετικά με τον πολιτισμό, για την γνωριμία με τις παραδόσεις, την ιστορία, τον τρόπο ζωής μας. Νομίζουμε πως γνωριζόμαστε, όμως οι περισσότεροι γνωρίζουν μόνο τις χρόνιες ενσταλαγμένες προκαταλήψεις. Πρέπει να υπάρχουν περισσότερες βαθιές φιλίες, περισσότερες πρωτοβουλίες όπως αυτή την οποία η ιστοσελίδα σας έχει ξεκινήσει, πιο δραστήριοι θεσμοί με έναν καινούργιο τρόπο δουλειάς: να γεννούν ιδέες, να δημιουργούν, να ρισκάρουν, αν χρειαστεί, δηλαδή να μπορούν να παίρνουν αποφάσεις, να μην είναι παθητικοί.

Τον ρωτάω πώς αισθάνεται ένας Έλληνας στη Βουλγαρία: πώς του φαίνεται το κλίμα, το επιχειρηματικό περιβάλλον;

- Όταν ήρθα στη Σόφια να σπουδάσω πριν από 30 χρόνια, υπήρχαν χειμώνες με πολύ χιόνι και θερμοκρασίες μέχρι -15, -20 βαθμούς Κελσίου. Ως Θεσσαλονικιός μπορώ να πω ότι τα τελευταία 10 χρόνια ο καιρός στη Σόφια αρχίζει και μοιάζει με τον καιρό στη Θεσσαλονίκη. Κοιτάξτε τι λιακάδα έχουμε έξω, και μάλιστα τον Ιανουάριο. Το καλοκαίρι δεν έχουμε 40 βαθμούς Κελσίου, όπως στη Θεσσαλονίκη, όμως υπάρχουν πολύ ζεστές μέρες που δεν υπήρχαν πριν 10 χρόνια. Δεν είμαι ειδικός, αλλά υποθέτω πως έχει σχέση με τις μεταβολές του παγκόσμιου κλίματος. Υπάρχει μια σύγκλιση των καιρικών συνθηκών στις δύο χώρες.

Όσον αφορά το επιχειρηματικό περιβάλλον η Βουλγαρία είναι πολύ πιο ανεπτυγμένη από την Ελλάδα σχετικά με την κατάργηση πολλών γραφειοκρατικών εμποδίων. Στη Βουλγαρία μπορείς να ανοίξεις μια επιχείρηση μέσα σε 10-15 ημέρες, ενώ στην Ελλάδα μπορεί να ταλαιπωρείσαι και 3, και 6 μήνες... Στη Βουλγαρία όταν ψηφίζεται ένας νόμος, μετά εφαρμόζεται. Στην Ελλάδα οι μισοί νόμοι δεν αρχίζουν να εφαρμόζονται ποτέ, ενώ οι άλλοι μισοί αρχίζουν να τηρούνται μετά από κοινωνική πίεση. Τι θα γίνει αν δεν καταβάλω τον ΦΠΑ μέχρι τις 15 του μηνός στη Βουλγαρία; Η Εφορία θα μου κατασχέσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Και αυτό είναι πολύ σωστό. Στην Ελλάδα υπάρχουν εταιρείες που οφείλουν ΦΠΑ για 6 μήνες, για 3 χρόνια. Υπάρχουν εταιρείες που δεν πληρώνουν καθόλου φόρους.

Στη Βουλγαρία υπάρχουν πολύ ευνοϊκές συνθήκες για έναν Έλληνα να έρθει και να ξεκινήσει κάποια επιχειρηματική δραστηριότητα. Υπό έναν όρο όμως. Η Βουλγαρία σήμερα δεν είναι όπως πριν από 15 χρόνια. Υπάρχει μια ελληνική παροιμία που λέει «να πουλάς φύκια για μεταξωτές κορδέλες». Πέρασε πια ο καιρός που ερχόταν ένας Έλληνας επιχειρηματίας στη Βουλγαρία και με ένα μικρό αρχικό κεφάλαιο μπορούσε να ξεκινήσει μπίζνες πουλώντας δική του τεχνογνωσία. Αυτή τη στιγμή στη Βουλγαρία υπάρχουν πολύ καλά στελέχη. Οι νέοι έχουν άριστη κατάρτιση, άριστη γνώση Η/Υ, χρησιμοποιούν με άνεση συστήματα διαχείρισης, έχουν αποκτήσει γνώσεις στο εξωτερικό.

Επιπλέον, δεν μπορεί κυριολεκτικά να μεταφερθεί μια επιχείρηση από την Ελλάδα, ως στυλ και τρόπος διαχείρισης στη Βουλγαρία, ακόμη και αν η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν έχει αναπτυχθεί εδώ. Οι Έλληνες επιχειρηματίες υποτιμούν τις συνθήκες εδώ και πιστεύουν ότι η εμπειρία τους από τα τελευταία 50 χρόνια, ακόμη από τους πατέρες και τους παππούδες τους, θα τους βοηθήσει στη Βουλγαρία. Οι συνθήκες στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι δύσκολες και θεωρούν πως αφού τα καταφέρνουν εκεί, θα μπορέσουν και στη Βουλγαρία. Χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της χώρας στην οποία έρχεσαι για να κάνεις μπίζνες, και χωρίς να έχεις υπόψη σου την νοοτροπία του Βούλγαρου, αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: η εταιρεία μου έχει σχέση με την πώληση  πρώτων υλών ζαχαροπλαστικής και αρτοποιίας. Καταβάλλω πολλές προσπάθειες στην ανάπτυξή της και προσπαθώ να γίνεται όλο και καλύτερη. Εδώ και 5 χρόνια μαζεύω πληροφορίες και υλικά για την ανάπτυξη της ζαχαροπλαστικής στη Βουλγαρία, την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή. Στη διάρκεια της έρευνάς μου ανακάλυψα πως στις αρχές του περασμένου αιώνα η ζαχαροπλαστική στη Βουλγαρία επηρεαζόταν πολύ περισσότερο από την ζαχαροπλαστική των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης – της Αυστρίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας, απ’ ότι από την ελληνική και την τουρκική ζαχαροπλαστική. Βρίσκω δεκάδες ζαχαροπλάστες από τις πόλεις Μπουργκάς, Βάρνα, Στάρα Ζαγκόρα, Σόφια, που έπαιρναν μέρος και κέρδιζαν μετάλλια στην Αυστρία για την παρασκευή γλυκών, κρουασάν και παρόμοιων προϊόντων σφολιάτας. Δηλαδή η Βουλγαρία είχε τις δικές τις παραδόσεις, πράγμα που δεν πρέπει να υποτιμάται και να μαθαίνουμε στους Βούλγαρους ζαχαροπλαστική, σαν να μην την είχαν αναπτύξει ποτέ στο παρελθόν. Είμαι βέβαιος ότι στις αρχές του περασμένου αιώνα η ελληνική ζαχαροπλαστική δεν είχε επηρεαστεί από την ευρωπαϊκή. Ψάχνω υλικό για την συγκεκριμένη περίοδο, προς το παρόν όμως βρίσκω πολύ λίγα πράγματα.

Τα επόμενα 50 χρόνια την εποχή του σοσιαλισμού η ζαχαροπλαστική στη Βουλγαρία δεν ακολουθεί τις τάσεις στην Ευρώπη. Με εντολή διαμόρφωσαν 4-5 συνταγές τις οποίες επέβαλαν υπό την επίδραση της ρωσικής ζαχαροπλαστικής. Τα τελευταία 20 χρόνια προσπαθούμε να δείξουμε στη Βουλγαρία αυτό που συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη ως τάσεις της σύγχρονης ζαχαροπλαστικής.

Δεν έχουν όμως τόσο ενδιαφέρον αυτά που συμβαίνουν στην βουλγαρική ζαχαροπλαστική, όσο οι εξελίξεις στην αρτοποιία. Το ψωμί στη Βουλγαρία το έχουν σκοτώσει! Τι σημαίνει πραγματικό ψωμί; Πραγματικό ψωμί σημαίνει αλεύρι πολύ καλής ποιότητας, και όχι από πίτουρα. Δεύτερον, διαδικασία και τεχνολογία χρησιμοποιώντας προζύμι και όχι μόνο μαγιά. Αυτό σημαίνει επιστροφή στις συνταγές των γιαγιάδων μας. Η παραγωγή άρτου πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες της μικρής βιοτεχνίας. Αν ρωτήσετε έναν περαστικό που μπαίνει στο φούρνο της γειτονιάς γιατί κάθεται στην ουρά, θα σας απαντήσει: «Επειδή μυρίζει ψωμί». Έρχονται παιδιά, και από τα παιδιά θα μάθεις την αλήθεια. Τα ρωτάω γιατί σας αρέσει αυτό το ψωμί, και μου απαντάνε: "Διότι δεν κολλάει όταν το τρώω". Πρόβλημα αποτελούν και τα λιπαρά που χρησιμοποιούνται. Υπάρχουν λιπαρά καλής ποιότητας στη Βουλγαρία, και εισαγόμενα και ντόπια, αλλά σπάνια χρησιμοποιούνται από τους παραγωγούς.

Συχνά ακούω τους παραγωγούς ψωμιού να λένε: "στον Βούλγαρο μπορείς να δώσεις οτιδίποτε να φάει..." Οι καταναλωτές όμως δεν είναι κουτοί. Οι ασθήσεις του Βούλγαρου καταναλωτή δεν είναι χειρότερες από εκείνες του Έλληνα ή οποιουδήποτε άλλου Ευρωπαίου καταναλωτή. Έχει και τα ίδια δικαιώματα, τα οποία έχει για παράδειγμα και ο Γερμανός – σχετικά με τα τρόφιμα, το περιβάλλον, την εργασία κτλ. Πρέπει να προωθούνται έργα για την δημιουργία φούρνων σε κάθε γειτονιά και συνοικία της χώρας. Στην Ελλάδα οι αρτοπαραγωγοί η οργάνωση των οποίων είναι πολύ ισχυρή, κατάφεραν να ασκήσουν πιέσεις και να ψηφιστεί ένας νόμος ο οποίος ορίζει τι είναι άρτος και τι είναι αρτοσκεύασμα. Σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, άρτος είναι το προϊόν που ζυμώνεται, ψήνεται και πωλείται στο ίδιο μέρος. Κάθε άλλο προϊόν που παρασκευάζεται και μεταφέρεται σε άλλο μέρος, ώστε να πωληθεί, δεν πρέπει να ονομάζεται άρτος, αλλά αρτοπαρασκεύασμα. Είναι το βιομηχανικό ψωμί. Ας υπάρχει και βιομηχανικό ψωμί, επειδή κι αυτό έχει τα πλεονεκτήματά του – είναι φτηνό, συσκευασμένο. Το πραγματικό ψωμί όμως είναι εκείνο που μυρίζει ψωμί, φέρει τη σφραγίδα του φούρναρη που το έχει φτιάξει. Και όταν κάποιος το αγοράζει, ο φούρναρης θα τον χαιρετήσει, θα του πει κάτι για το ψωμί, για τη γεύση του και πού οφείλεται. Αυτή είναι η σχέση μεταξύ των ανθρώπων, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Εμείς στα Βαλκάνια δεν πρέπει να ξεχνάμε την επικοινωνία μεταξύ μας και την επικοινωνία με τη φύση.

Ρωτάω να μάθω ποια είναι η αγαπημένη του βουλγαρική συνταγή και ποια είναι η αγαπημένη του ελληνική συνταγή.

- Τα ανεπανάληπτα σε όλη την Ευρώπη βουλγαρικά αλλαντικά! Lukanka, Banski Starets, Sudjuk. Βρίσκω σπιτικά αλλαντικά. Υπάρχουν παραγωγοί που μ’ αρέσουν.

Είμαι λάτρης και των τυριών. Το βουλγαρικό τυρί είναι πολύ καλό, έχει τη θέση του ανάμεσα στα διεθνή τυριά. Μαζευόμαστε συχνά φίλοι και βάζω το βουλγαρικό τυρί μαζί με τα γαλλικά και τα ελληνικά τυριά. Το βουλγαρικό ξεχωρίζει για τη μυρωδιά και την καλή ποιότητά του.

Του λέω πως για μένα αποτελεί έκπληξη η καλή του γνώμη για τα αλλαντικά, για τα τυριά, ακόμη και για το επιχειρηματικό περιβάλλον. Συνέχεια ακούω τους πάντες στη Βουλγαρία να παραπονιούνται για την χαμηλή ποιότητα, για την έλλειψη αυτοπεποίθησης να υπερασπιστούμε τα παραδοσιακά μας προϊόντα, για το δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα. Ο Γιάννης χαμογελάει και λέει ότι στους περισσότερους ανθρώπους λείπει η άλλη, η εξωτερική οπτική γωνία.  Και λείπει, επειδή δεν γνωριζόμαστε.

- Το αγαπημένο μου ελληνικό φαγητό είναι ο μουσακάς, συνεχίζει ο Γιάννης. – Όταν καλούμε κόσμο στο σπίτι η Διονυσία, η γυναίκα μου, φτιάχνει μουσακά. Μια φορά σε έναν φίλο μας Βούλγαρο τόσο του άρεσε ο μουσακάς της που έφαγε ένα ολόκληρο ταψί. Ύστερα χρειάστηκε να καλέσουν ασθενοφόρο. Το μυστικό αυτού του νόστιμου μουσακά είναι στον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο τον φτιάχνει η γυναίκα μου. Την προηγούμενη μέρα τηγανίζει τις πατάτες και τις μελιτζάνες και τις αφήνει να φύγει το λάδι. Την επόμενη μέρα προσθέτει τον κιμά και τα άλλα συστατικά, περιχύνει με μπεσαμέλ και ψήνει το μουσακά.

Είμαι περίεργος να μάθω για τα παραδοσιακά βαλκανικά επιδόρπια, πριν εμφανιστεί η ευρωπαϊκή ζαχαροπλαστική στα Βαλκάνια, που δεν επηρεάστηκαν από τα τουρκικά και τα ανατολίτικα γλυκά.

- Πριν από αυτό υπήρχαν διάφορα είδη γλυκών του κουταλιού, καθώς και σπιτικά γλυκά όπως τα τσουρέκια. Εμφανίστηκαν χάρη στην ανάγκη του ανθρώπου να μετατρέψει παραδοσιακά συστατικά, όπως το αλεύρι, τα αυγά και το βούτυρο, σε ένα γλυκό που να δίνει απόλαυση μετά από το κύριο πιάτο. Η πραγματική ζαχαροπλαστική όμως εμφανίστηκε στην Ευρώπη, στις ευρωπαϊκές αυλές. Το παντεσπάνι με κρέμα και φρούτα από πάνω. Οι Γάλλοι το έχουν αναπτύξει σε τέτοιο βαθμό, ώστε σήμερα ένας Γάλλος ζαχαροπλάστης παίρνει υψηλότερο μισθό μόνο επειδή εκπροσωπεί τη γαλλική ζαχαροπλαστική.

Ανοίγουμε κουβέντα για τα χόμπι. Του λέω πως διάβασα στο ίντερνετ ότι εκτός από λάτρης της ποίησης ενδιαφέρεται και για τις εικαστικές τέχνες και για τη δημιουργία κολάζ.

- Έτσι γράφει για μένα στο Διαδίκτυο; - ξαφνιάστηκε ο συνομιλητής μου. – Ναι, ασχολούμαι με τέτοια πράγματα, τα τελευταία χρόνια όμως εμφανίστηκαν και άλλα! Θα χαρώ πολύ να έρθετε και να δείτε με τα ίδια σας τα μάτια την καινούργια ασχολία μου την οποία ξεκίνησα πριν από 8 χρόνια. Εγώ και η γυναίκα μου αποκαταστήσαμε ένα παλιό, παραδοσιακό, τριώροφο βουλγαρικό σπίτι με ιστορία 100 ετών. Το χόμπι μου είναι να παίρνω παλιά έπιπλα, εργαλεία και οικειακά αντικείμενα και να τα αποκαθιστώ. Με ενδιαφέρει τα αντικείμενα να έχουν ιστορία, να είναι παλιά, αλλά να μην είναι ακριβά. Δε θέλω να είναι από παλαιοπωλείο. Φίλοι από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία μου φέρνουν διάφορα αντικείμενα των παππούδων τους, τα οποία να αποκαταστήσω. Μετά από 8 χρόνια μαζέψαμε τα έπιπλα από το σπίτι των προπάππων της γυναίκας μου στην Πελοπόννησο, από τους δικούς μου προπάππους που ζούσαν στη Μικρά Ασία, και από πολλούς Βούλγαρους και Έλληνες φίλους μου. Έχουμε μαζέψει πλάκες και υλικά από μερικά παλιά σπίτια, χαλιά που τα έφτιαξαν οι γιαγιάδες κάποιων φίλων μας. Έφερα έναν όρθιο αργαλιό στον οποίο η γιαγιά μου ύφαινε χαλιά στη Μικρά Ασία. Μπαίνεις στο σπίτι αυτό και βλέπεις την αύρα των Βαλκανίων για την οποία μιλήσαμε. Βρίσκεται στις αναμμένες λάμπες, στα έπιπλα, στα χαλιά, στην ατμόσφαιρα. Είναι το βασικό μου χόμπι, το σπίτι αυτό, στο οποίο αντικατοπτρίζεται η αγάπη μου για την τέχνη, την αισθητική, για το παρελθόν και τις ρίζες μας. Καλώ τον κάθε αναγνώστη αυτού του άρθρου να έρθει στο σπίτι αυτό φέρνοντας μαζί του κάτι από τους προπάππους του που δεν χρειάζεται πια, έναντι... μιας μερίδας μουσακά.

Στη διάρκεια της συζήτησής μας ο Γιάννης Λιόλιος δεν έπαψε να βγάζει βιβλία, φυλλάδια, λευκώματα, σχετικά με την ποίηση, τον πολιτισμό και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Μου έκανε δώρο δύο βιβλία θα μου έδινε και τρίτο, αλλά του είχε μείνει μόνο ένα αντίτυπο. Ο Γιάννης είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου που ζει εκτός των στενών ορίων και των παλιών προκαταλήψεων. Καταφέρνει να δει τα πλεονεκτήματα της Βουλγαρίας μέσα από τα μάτια ενός ξένου. Θεωρεί πως οι Βούλγαροι έχουν το κουράγιο να πειραματίζονται στην πολιτική και να αφήνουν στο παρελθόν το κατεστημένο. Έχει κάνει πολλά, ώστε να υπάρχουν περισσότερες γέφυρες στις οποίες να συναντιόμαστε και να ψάχνουμε τον δικό μας κώδικα, τη δική μας γλώσσα με την οποία να επικοινωνούμε.

 

 

Tags: σχέσεις Ελλάδας Βουλγαρίας Στέφαν Γκέτσεφ Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus