The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Ο Αμαρτώλος των Βαλκανίων” του Nτιμιτερ Kιρκόφ

08 Οκτώβριος 2015 / 09:10:57  GRReporter
55127 αναγνώσεις

Με τον καιρό, τα νεύρα μου καλμάρισαν. Αν τύχαινε να συναντήσω τον Σάβτσο στο δρόμο, το πολύ πολύ να του έδινα μια σφαλιάρα στο σβέρκο. Αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν το σκέφτηκε μόνος του αυτό το παρατσούκλι. Θα πρέπει να είχε ακούσει από τους δικούς του, από κάποιους μεγάλους, ότι είμαι πρόσφυγας, ότι έχω έρθει από την Ελλάδα, άρα είμαι Έλληνας. Και το να είσαι Έλληνας, όπως και να το κάνουμε, είναι άσχημο πράγμα και προσβλητικό. Αφού το λένε και οι παροιμίες μας: «Ο Έλληνας είναι λύκος», «Ο Έλληνας λέει ψέματα όσο δέκα γύφτοι», «Ο Θεός να σε φυλάει από λύκους της Βλαχίας κι από Έλληνες του Αιγαίου». Εντάξει, ας πούμε ότι έτσι σκέφτονταν οι γονείς του Σάβτσο, όμως το ζήτημα είναι: Γιατί εγώ νευρίαζα τόσο πολύ; Κάτι συνέβαινε. Πράγματι, ήρθαμε από τα μέρη του Αιγαίου. Πράγματι, οι δικοί μου στο σπίτι πού και πού έλεγαν και κάποιες κουβέντες στα ελληνικά. Όταν ήθελαν να μου κρύψουν κάτι, πάλι ελληνικά μιλούσαν. Είχα πατήσει τα δέκα κι αυτό το γεγονός με μπέρδευε, αισθανόμουν ενοχές. Φοβόμουν να μη με πάρουν για άλλον, για ξένο, για κάτι διαφορετικό από την υπόλοιπη πιτσιρικαρία. Να γιατί δεν άντεχα να με φωνάζουν «Έλληνα», αν και αυτός ο οργισμένος μου φόβος έριχνε νερό στο μύλο του Σάβτσο.

Έτσι όπως τα βλέπω τώρα τα πράγματα, η δουλειά δε σταματούσε μόνο στους γονείς του Σάβτσο. Το ζήτημα είναι ότι σ’ εμάς τους Βουλγάρους μάς αρέσει πολύ να χωριζόμαστε και να μην παραδεχόμαστε ότι είμαστε καθαροί Βούλγαροι. Σόπηδες, Βλάχοι, Καλυβάδες, Ματσακούρτσιδες, Κλατικούρτσιδες _ όλοι Βούλγαροι είμαστε, αλλά μονάχα οι συχωριανοί μας είναι οι πιο καθαροί Βούλγαροι. Μπορεί να μην το λέμε φωναχτά, αλλά όλοι το ίδιο πιστεύουμε. Πάρε δυο ανθρώπους από δυο γειτονικές επαρχίες. Σε λίγο θα κοιτάει ο ένας τον άλλον και θα ξινίζει τα μούτρα: «Aπό τη Βράτσα είναι ο άνθρωπος, δεν πάει στο διάολο!» Ή από κάπου αλλού, από οπουδήποτε. Γιατί είναι έτσι; Γιατί ο αδερφός δεν αναγνωρίζει τον αδερφό του; Δεν ξέρω να σου πω. Aλλά, μια που έγινε λόγος, νομίζω ότι, τότε που αρχίσαμε να βράζουμε σαν λαός, κάτι έγινε και δε βράσαμε έτσι όπως έπρεπε. Κόπηκε η ζύμωση στη μέση κι έτσι ήπιαμε πολύ ξινισμένο κρασί από τούτο το κρασοβάρελο.

Λοιπόν, μίλαγα για τους Έλληνες. Δεν τους συμπαθούσα καθόλου και μισούσα φοβερά το να με φωνάζουν Έλληνα. Αλλά ήρθαν έτσι τα πράγματα και ο πιο καλός μου φίλος ήταν Έλληνας. Τι πού; Στο Πάζαρτζικ, όταν τέλειωσα τις τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Εκείνο τον καιρό είχα κολλήσει με τα περιστέρια. Ο θείος Στέριου μού έφερε κάποτε ένα ζευγάρι, στήσαμε περιστερώνα στον κήπο και σιγά σιγά τα περιστέρια πολλαπλασιάστηκαν. Τα έμαθα διάφορα κόλπα. Τα αμολούσα να πετάξουν ψηλά στον ουρανό και, όταν τους σφύριζα, κατέβαιναν σαν σαΐτες. Απίστευτη ομορφιά. Υπάρχουν εκατό διαφορετικοί τρόποι να μιλήσεις με τα περιστέρια. Σφυρίζεις, σουρίζεις, πλαταγίζεις τη γλώσσα σου άλλες φορές απότομα κι άλλες κοφτά, και τα κάνεις να κόβουν βόλτες στον ουρανό και να στρίβουν _ ό,τι σου αρέσει τα κάνεις. Αλλά έτσι και κολλήσεις μαζί τους, πάει, χάθηκες. Πολλοί περιστεράδες χαλάσανε τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους μ’ αυτά τα πουλιά. Η γιαγιά Άννα γκρίνιαζε συνεχώς:

«Διώξ’ τα αυτά τα περιστέρια, έχουν βρωμίσει τα πάντα εδώ μέσα! Έτσι και κάτσουν σ’ ένα σπίτι, συμφορά περιμένει τους ανθρώπους».

«Προλήψεις!» της απαντούσα εγώ. Πήγαινα στο σχολείο, μορφωνόμουν και δεν πίστευα σε τέτοιες κουταμάρες. Είχα και τον θείο Στέριου που μου έκλεινε κρυφά το μάτι και με υποστήριζε.

Με υποστήριζε, δε με υποστήριζε, δυο φορές τα ξεκλήρισε η γιαγιά. Πήγε νύχτα στον περιστερώνα μ’ ένα σακί στο χέρι. Τους έκοβε ένα ένα τα κεφάλια και τα έριχνε στο σακί, μέχρι που γέμισε. Εγώ έκλαιγα, χτυπιόμουν, έκανα εμετό, όταν την είδα να τα ψήνει σ’ ένα ταψί. Άφηνα να περάσει λίγος καιρός κι ύστερα άρχιζα πάλι απ’ την αρχή με καινούργια πουλιά...

Ήταν μετά τη δεύτερη εξολόθρευσή τους, τότε που είχα πάει στο παζάρι ν’ αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι. Κοίταζα να βρω κάποια από καλό σόι, έκοβα βόλτες γύρω από τα κλουβιά, έσπρωχνα και σπρωχνόμουν, γιατί τα περιστέρια πάντα μαζεύουν πολύ κόσμο γύρω τους. Κάποια στιγμή, είδα ένα πολύ όμορφο αρσενικό _ δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του. Άρχισα να το γυροφέρνω, να ρωτάω για την τιμή του, να κάνω παζάρια, μέχρι που ο έμπορος μου είπε νευρικά:

«Άντε, αγόρι, πάρ’ τα όλα, δυο τρία μου ’μειναν. Άντε να τελειώνουμε!»

Και μου είπε μια τιμή _ όχι ιδιαίτερα ακριβή. Ό,τι έπρεπε για μένα! Βάζω το χέρι στην τσέπη να βγάλω τα λεφτά, αλλά νιώθω κάποιον να με πιάνει από τον ώμο και να με τραβάει. Γυρνάω θυμωμένος, ένα παιδί στην ηλικία μου με κοίταζε άγρια:

«Έλα δω, αδερφάκι! Έλα να σου πω κάτι». Και με τραβάει με δύναμη. Έκανα πίσω κι εκείνο συνέχισε να μου λέει ψιθυριστά: «Δε βλέπεις ότι εκείνο το αρσενικό είναι του Γκαβάζ. Τα περιστέρια είναι κλεμμένα!»

Βρε, πώς θα την πάταγα! Υπήρχε τότε ένας μεθύστακας, που πλακωνόταν συνέχεια στο ξύλο _ ο Γκαβάζ _, καμιά δεκαριά χρόνια πιο μεγάλος από μένα. Δε δούλευε πουθενά, μόνο τα περιστέρια είχε στο νου του κι απ’ αυτά έβγαζε λεφτά για να πίνει. Πού να τα ξέρω εγώ τα περιστέρια του; Και ποιος ήταν αυτός που είχε τολμήσει να τον κλέψει;

Δεν είχαμε προλάβει να πούμε δυο κουβέντες, να τος κι ο ίδιος ο Γκαβάζ. Ξεκούμπωτος μπροστά στο στήθος, ξυπόλητος, με τα μπατζάκια του παντελονιού του μαζεμένα κι από πίσω δυο τρεις από την παρέα του. Κοίταζαν δεξιά αριστερά, μέχρι που εντόπισαν τον έμπορο. Βλαστήμια, χαστούκι, δεύτερο χαστούκι... Ο κλέφτης ήταν σπανός και μισή μερίδα. Έσκουζε με μια ψιλή φωνή.

«Δεν είμαι εγώ», στρίγκλισε, «εκείνο το παιδί μου τα έδωσε!» Και δείχνει εμένα.

Το μάτι του Γκαβάζ γύρισε ανάποδα, έφτυσε τις παλάμες του και ζύγωσε προς το μέρος μου. Δεν ήθελε και πολύ, μέχρι να προλάβω να δικαιολογηθώ, θα είχα φάει το ξύλο της αρκούδας. Αλλά ο Θεός θέλησε να στείλει έναν σωτήρα. Το άγνωστο αγόρι μπήκε στη μέση και είπε:

Tags: Κλινική στον τρίτο όροφο σειρά μικρή οθόνη
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus