The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Ο Αμαρτώλος των Βαλκανίων” του Nτιμιτερ Kιρκόφ

08 Οκτώβριος 2015 / 09:10:57  GRReporter
55477 αναγνώσεις

Ας είναι, αυτό δεν είναι και τόσο σημαντικό, το σημαντικό είναι ότι γεννήθηκε ένα πολύ όμορφο μωρό κι όποιος με έβλεπε, μ’ έφτυνε να μη βασκαθώ. H μάνα μου ήταν ξαπλωμένη στο κάρο, ταλαιπωρημένη από τον πόνο αλλά ευτυχισμένη, και, για να πω την πάσα αλήθεια, εγώ χαίρομαι ακόμα και σήμερα που κάποτε άρεσα σε τόσο πολύ κόσμο. Έτσι έγιναν τα πράγματα: Eνώ οι δύο θείοι μου έσκαβαν τάφο για να θάψουν τον αδερφό τους, οι γυναίκες ετοίμαζαν πάνες για να με τυλίξουν. Άναψαν φωτιά, έβαλαν νερό να βράσει κι από το ίδιο καζάνι έπλυναν τον νεκρό και το νεογέννητο. Με το ένα μάτι έκλαιγαν και με το άλλο χαίρονταν, κι όταν σκοτείνιασε, από το ίδιο μπουκάλι ήπιαν για το «Θεός σχωρέσ’ τον» και το «να ζήσει».

Όμως, κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς γεννήθηκα, ούτε η ίδια μου η μάνα.

«Πού θες να ξέρω;» θύμωνε όταν τη ρωτούσα. «Όπου και να κοίταγες χωράφια. Μακριά φαινόταν ένα βουνό, αλλά εμείς βρισκόμασταν σε ίσιωμα. Ούτε χωριό τριγύρω, ούτε καλύβι...»

«Και τα σύνορα;» δεν την άφηνα σε ησυχία εγώ. «Είχατε περάσει τα σύνορα;»

«Άσε, μωρέ, τις κουταμάρες! Υπήρχαν, μωρέ, σύνορα τότε; Ο θείος σου ο Ιβάν έλεγε ότι γκρεμίσανε τα παλιά, αλλά δεν έχουν σηκώσει ακόμα τα καινούργια. Εκείνον, τον θείο σου τον Ιβάν, τράβα να ρωτήσεις.»

Το είχα κάνει αμέτρητες φορές. Εκείνος έβγαζε την τραγιάσκα του, έτριβε την κόκκινη γραμμή που χάραζε οριζόντια το μέτωπό του κι έλεγε:

«Χίλιες φορές σου το ’χω πει, Μίτκο: Eκείνο τον καιρό, ούτε οι υπουργοί δεν ήξεραν πού είναι τα σύνορα, θα ξέρω εγώ; Θυμάμαι τα παλιά. Ήταν κάπου εκεί που σταματήσαμε να περάσουμε τη νύχτα, αλλά είχα τόσα άλλα πράγματα στο κεφάλι μου, που μόνο για σύνορα δε σκεφτόμουν. Όμως τον τάφο του αδερφού μου, του Σπίρο, τον θυμάμαι καλά. Και τώρα να πάω εκεί, θα τον βρω αμέσως...»

Κι ο θείος Ιβάν άρχιζε να λέει ότι δεξιά του δρόμου υπήρχε μια αχλαδιά με στραβό κορμό, ότι το χωράφι νότια ήταν κακοοργωμένο κι άλλες τέτοιες κουταμάρες. Καταλάβαινε ότι τον κοίταζα παράξενα και μου το ’κοβε απότομα:

«Αυτά από μένα. Άμα δε σου αρέσουν, τράβα να ρωτήσεις τις Μεγάλες Δυνάμεις. Αυτές θα ξέρουν καλύτερα πού γεννήθηκες. Έκοβαν κι έραβαν όπως τους κατέβαινε. Ακόμα και σήμερα στα Βαλκάνια σε κάποιους πέφτει στενό το ρούχο που τους έφτιαξαν, άλλον τον κόβει στον καβάλο, άλλον στους ώμους, και τώρα τελευταία κι εμένα με στενεύει η τραγιάσκα μου...»

Και ξαναφορούσε τη στενή τραγιάσκα στο κεφάλι του.

Απ’ ό,τι φαίνεται, αν δώσεις βάση στο τι λέγεται στον κόσμο, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις ξέρουν καλύτερα τα βαλκανικά ζητήματα από εμάς τους ίδιους. Ίσως να ξέρουν και πού στην ευχή γεννήθηκα εγώ, ο Ντιμίτερ Ποπόφ. Στην Ελλάδα γεννήθηκα ή στη Βουλγαρία...;

Βέβαια, το διαβατήριό μου με ονομάζει Ντιμίτερ Ποπόφ, αν και... αν και στη ζωή μου ταξίδεψα πολύ κι άλλαξα πολλά πράγματα. Άλλαξα σπίτια, άλλαξα δουλειές, άλλαξα γυναίκες, άλλαξα ονόματα _ μόνο τον εαυτό μου δεν άλλαξα ακόμα. Είμαι αυτό που ήμουν, αλλά ας μη συνεχίσω. Μιλούσαμε για τη γέννησή μου.

Στην Ελλάδα γεννήθηκα; Στη Βουλγαρία; Δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Η μόνη αλήθεια είναι ότι πέταξαν τον κομμένο αφαλό μου κάπου στο δρόμο κι αυτό καθόρισε τη ζωή μου. Γεννήθηκα στο δρόμο και γέρασα στο δρόμο, αλλά _ να ξέρεις _ στο δρόμο γερνάς πιο αργά. Αν κολλήσεις σ’ ένα μέρος, τότε τα γεράματα σε βρίσκουν εύκολα. Φαίνεται ότι είμαι τόσο μεγάλος; Ποτέ! Μονάχα το πιστοποιητικό βαπτίσεως με προδίδει.

Εκδόθηκε στο Νευροκόπι, εκεί πρωτοσταμάτησε η οικογένειά μου κι εκεί με βάφτισαν. Έτσι έγραφε και στη μαθητική μου κάρτα _ ότι γεννήθηκα στο Νευροκόπι, αλλά εγώ δεν τη θυμάμαι αυτή την πόλη. Οι δικοί μου έβγαλαν ένα χειμώνα εκεί, δεν τους άρεσε, ξαναμάζεψαν τα συμπράγκαλά τους και, μια εδώ, μια εκεί, κατέληξαν στο Τατάρ Πάζαρτζικ. Πώς γίνεται να μην έχεις πάει στο Πάζαρτζικ; Δεν είναι μικρή πόλη κι έχει πλούτη πολλά, γιατί είναι χτισμένη σε εύφορη πεδιάδα, στην αριστερή όχθη του Έβρου. Τα χωριά γύρω του παράγουν και του πουλιού το γάλα, όλα τα καλά του Θεού, τα εμπορεύματα πουλιούνται με τα κάρα. Αλλά το πιο καλό ήταν ότι γύρω του υπήρχε πολλή κοινοτική γη. Την έδωσαν τζάμπα σ’ εμάς τους πρόσφυγες κι έτσι χτίσαμε εκεί έναν ολόκληρο μαχαλά. Ματζίρσκα λέγεται.

Στην αρχή με λάσπη και πλίνθους, γιατί όλοι μας ήμασταν άνθρωποι φτωχοί, αρχίζαμε από το μηδέν. Αλλά στο Πάζαρτζικ πρέπει να είσαι τεμπελχανάς, για να μη βρεις ένα κομμάτι ψωμί. Δουλειά υπήρχε για όλους. Ακόμα και για τη μάνα, που, μόνη της, μ’ ένα μωρό στα χέρια, έτρεχε δίπλα από τη γιαγιά μου, τους θείους και τις θείες μου.

Οι κανναβουριές έφταναν μέχρι τους τοίχους των σπιτιών. Τότε ο κόσμος καλλιεργούσε πολύ την κάνναβη, γιατί στην πόλη υπήρχε ολόκληρο εργοστάσιο για την επεξεργασία της. Αλλά ετούτα τα φυτά θέλουν δουλειά. Μη νομίσεις ότι τα πας κατευθείαν από το χωράφι στο εργοστάσιο. Όχι. Μόλις τα κόψεις, πρέπει να τα βάλεις στο νερό να μουλιάσουν. Τα έδεναν, λοιπόν, σε μεγάλα δεμάτια και τα πήγαιναν με κάρα άλλοτε στην Τοπόλνιτσα κι άλλοτε σ’ ένα άλλο ποταμάκι εκεί κοντά, που το λέγανε Γκομνιάνκα και είχε πολύ καθαρά νερά. Είχε και κάτι μακρόστενα ψαράκια. Οι γιαγιά Άννα τα έκανε σούπα. Μόλις μουλιάσει καλά η κάνναβη, τότε αρχίζει η μεγάλη ταλαιπωρία. Τη χτυπάνε με τις ώρες με μεγάλους κόπανους μέχρι να μείνουν μόνο οι ίνες της. Μέσα στη λάσπη από το πρωί μέχρι το βράδυ. Το φαντάζεσαι;

Tags: Κλινική στον τρίτο όροφο σειρά μικρή οθόνη
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus