The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Η Γεφυρα του Δουνάβη” του Γκεόργκι Μίσεβ

24 Σεπτέμβριος 2015 / 09:09:36  GRReporter
5855 αναγνώσεις

Τα έργα βουλγάρικης λογοτεχνίας σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα

 

Ο Γκεόργκι Μίσεβ (γεν. 1935) έχει συγγράψει διηγήματα, μυθιστορήματα για παιδιά και ενήλικες, κινηματογραφικά σενάρια κ.α. Τα πιό γνωστά του έργα είναι Μητριαρχία, Εξοχική περιοχή, Ο χωρικός με το ποδήλατο κ.α. Βασιζόμενες σε πολλά από τα βιβλία του έχουν γυριστεί κινηματογραφικές ταινίες. Είναι μέλος της Εταιρείας Βουλγάρων Συγγραφέων.

 

 

 

METAΦPAΣH

ΠANOΣ ΣTAΘOΓIANNHΣ

 

 

Η ΦΥΣΗ ΔΟΥΛΕΥΕΙ

Στο δρόμο για το μοναστήρι, αντιλήφθηκαν ότι είχαν ξεχάσει στην πόλη την ανθοδέσμη του γάμου, και η Ροσίτσα, η κουμπάρα, επέμενε να γυρίσουν πίσω.

«Αυτό ξεχάστε το!» είπε ο Τζίμι και τους έκλεισε το μάτι από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. «Είμαι προληπτικός: την ημέρα του γάμου δεν κάνει να γυρνάμε πίσω.»

Ήξερε ότι η γυναίκα του, που λάτρευε τη μεταφυσική, θα ησύχαζε με το επιχείρημά του. Στο καθρεφτάκι είδε το ειρωνικό χαμόγελο της Στέλλας, της νύφης.

«Θα τα καταφέρουμε και χωρίς λουλούδια», είπε η Στέλλα. «Άλλωστε, τέτοια εποχή δεν υπάρχουν λουλούδια.»

Έξω από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η άνοιξη πολεμούσε να νικήσει το χειμώνα. Τα κλαδιά των θάμνων και των δέντρων ήταν γυμνά. Στα πιο σκιερά μέρη ακόμα άσπριζε το τελευταίο χιόνι. Ακόμα και ο ελλέβορος, που φύτρωνε στην άκρη του δρόμου, είχε ένα χρώμα ωχρό, χωρίς την αυτοπεποίθηση του ανοιξιάτικου λουλουδιού. Όταν σταμάτησαν στην αλάνα, μπροστά από το μοναστήρι, το βλέμμα τους αγαλλίασε από τα χαρούμενα άνθη των άγριων μενεξέδων, από τους οποίους ο Τζίμι έφτιαξε στα γρήγορα ένα αρωματικό μπουκέτο για τη γαμήλια τελετή.

«Η φύση δουλεύει για μας», είπε ο Νίκι, ο γαμπρός.

Γέλασαν και οι τέσσερις. Προηγουμένως, στη βίλα, είχαν πιει από δυο δάχτυλα ουίσκι. Το μαρτιάτικο πρωινό ήταν καθαρό σαν πρόσωπο έφηβης. Γύρω τους σιωπή και το μεγαλείο του βουνού. Ήταν νέοι.

Ο Τζίμι κλείδωσε από απόσταση το ασημί, μεταχειρισμένο Άουντι. Η Ροσίτσα διόρθωσε το χτένισμά της και έφερε τη σαμπάνια και τα δυο ποτήρια με τις ροζ κορδέλες. Από την πλευρά του μοναστηριού ακούστηκε παιδικό κλάμα _ θα πρέπει να γινόταν βάφτιση εκεί, κι αυτό εξηγούσε την παρουσία των άλλων δύο αυτοκινήτων στην αλάνα.

Στην αυλή, που ήταν στρωμένη με γκριζωπή πέτρα, έτρεχε νερό από μια μαντεμένια βρυσούλα. Η προηγούμενη, που ήταν κατασκευασμένη από χαλκό, έλειπε. Κάποιος την είχε κλέψει. Κάποιοι είχαν κλέψει και την μπρούντζινη κολυμπήθρα, κι έτσι η βάφτιση γινόταν σε μια πλαστική λεκάνη. Ένας δόκιμος μοναχός, με αραιά γένια και τριμμένο μπλουτζίν κάτω απ’ τα ράσα του, έχυνε ζεστό νερό στη λεκάνη από έναν τέντζερη. Ο ηλικιωμένος ιερέας βύθιζε μέσα στη λεκάνη το γυμνό σωματάκι και το σήκωνε ψηλά. Ο θόλος της εκκλησίας αντανακλούσε το κλάμα και το έκανε ν’ ακούγεται πιο σπαρακτικό.

«Τι στρες, τι φρίκη!» είπε η Στέλλα και αποτραβήχτηκε από την πόρτα για να μη βλέπει την τελετή. «Αυτό το παιδί θα μισήσει το μπάνιο σ’ όλη του τη ζωή.»

Η Ροσίτσα και ο Νίκι είχαν πάει κοντά στη βρύση, κι έτσι τη Στέλλα την άκουγε μόνο ο Τζίμι.

«Κι αυτή η λεκάνη...» συνέχισε εκείνη. «Κάν’ τους δώρο μια κανονική κολυμπήθρα. Είσαι επιχειρηματίας, μπορείς να προσφέρεις ένα δώρο στην εκκλησία. Κάνε ένα καλό στα κακόμοιρα τα μωρά.»

«Θα το σκεφτώ!» είπε ο Τζίμι. «Έχω φύλλα μπρούντζου. Χαλάλι το ένα. Με λίγο πασπάτεμα, μπορεί να γίνει κολυμπήθρα πρώτης τάξεως.»

«Ε, πασπάτεψέ το λίγο, κουμπάρε!» Τα μάτια της γελούσαν κι έψαχναν τα δικά του. Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του, τάχα θυμωμένος. «Έι, νυφούλα, πρόσεξε τι λες στον κουμπάρο!»

Ο δόκιμος με το μπλουτζίν είχε ξεμπερδέψει με την προηγούμενη τελετή και βγήκε έξω, για να ετοιμάσει την επόμενη: ταυτότητες, ιατρικές βεβαιώσεις, βέρες. Ήταν πολύ ενεργητικός και ευκίνητος για ιερωμένος, με μύτη σουβλερή και λεπτά χείλη. Μύριζε ολόκληρος λιβάνι κακής ποιότητας.

«Έχω γίνει κουμπάρος πέντε φορές!» είπε ο Τζίμι. «Θα τους κρεμάσω κι αυτούς σήμερα, χωρίς κανένα πρόβλημα.»

«Ήσυχα, κύριε Ντιαμάντιεφ! Βρισκόμαστε σε χώρο ιερό.»

Ο Τζίμι πήγε ν’ απορήσει, αλλά συγκρατήθηκε και δεν το έδειξε. Kατά βάθος χάρηκε πολύ που τον γνώριζαν και στο μοναστήρι, αυτό το χαμένο στο βουνό μέρος, παρ’ όλο που είχε πολλά χρόνια να το επισκεφθεί. Ύστερα θυμήθηκε ότι η Ροσίτσα είχε έρθει πριν από μερικές μέρες εδώ, για να κλείσει ώρα για το γάμο. Άρα, τα ονόματά τους ήταν ήδη γραμμένα στα τεφτέρια του μοναστηριού, σκέφτηκε.

Του γύρισε την πλάτη και κοίταζε προς το μέρος των φίλων του, οι οποίοι έψαχναν τις τσάντες και τις τσέπες τους και κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον.

«Τις ταυτότητες ψάχνετε;» ρώτησε. «Το ήξερα ότι θα μας συνέβαινε κάτι τέτοιο.»

«Τις βέρες», είπε ο Νίκι. «Και όμως, είμαι σίγουρος ότι τις πήραμε.»

«Τίποτε δε θυμάσαι!» είπε εκνευρισμένη η Στέλλα. «Τις αφήσαμε στο τραπέζι.»

«Είσαι σίγουρη;»

«Κάπου εκεί...»

Ο Τζίμι τους έδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

«Κάντε γρήγορα, έχουμε ώρα.»

Αλλά ο δόκιμος εμφανίστηκε και πάλι και τους κούνησε το χέρι.

«Να έρθει ο γαμπρός! Πρέπει να συμπληρώσουμε τα χαρτιά.»

Ο Νίκι επέστρεψε τα κλειδιά και ακολούθησε τον δόκιμο, όπως ο στρατιώτης τον αξιωματικό του. 

Στο αυτοκίνητο, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα προς την αντίθετη κατεύθυνση, η Στέλλα πάτησε τον αναπτήρα και άναψε δύο τσιγάρα. Έχωσε ένα ανάμεσα στα χείλη του Τζίμι. Εκείνος της απάντησε μ’ ένα συννεφάκι καπνού κι ένα «Thank you very much».

«Μην τρέχεις τόσο», του είπε εκείνη. «Αν χρειαστεί, θα περιμένουν λίγο.»

«Θέλουμε μόνο δέκα λεπτά.»

«Εγώ δε βιάζομαι!» είπε η Στέλλα.

«Γιατί να βιάζεσαι _ η ζωή είναι μπροστά σου!» γέλασε ο Τζίμι. Η στάχτη απ’ το τσιγάρο του λέρωσε το παντελόνι. Εκείνη τον καθάρισε, αλλά το χέρι της έμεινε στο γόνατό του.

«Τι δυνατός που είσαι! Ήθελα από καιρό να σου βάλω χέρι!»

Εκείνος τράβηξε το πόδι του, παραλίγο να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου, αλλά κατάφερε να το ξαναφέρει στα ίσια του. Κατέβασε ταχύτητα.

«Μήπως τρελάθηκες;»

«Σ’ έχω βάλει στο μάτι, αν θέλεις να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου.»

«Χαζομάρες!»

«Είμαι και χαζή και τρελή.»

«Θα σταματήσω το αυτοκίνητο και θα σε βγάλω έξω.»

«Γιατί δε βγάζεις έξω κάτι άλλο;»

Φάνηκαν τα πρώτα σπίτια του Κενάρ. Ήταν ένα χωριό στη βορινή πλαγιά του Αίμου, χτισμένο κατά μήκος ενός βουνίσιου ρέματος. Στο πάνω μέρος του βρισκόταν η ζώνη με τις βίλες. Η άσφαλτος τελείωνε στην πόρτα της βίλας του Ντιαμάντιεφ. Ήταν μια πόρτα από λακαρισμένο ξύλο δρυ, με μεταλλικά καρφιά. Άνοιγε με ένα συνδυασμό που είχε τοποθετήσει ο Τζίμι για μεγαλύτερη ασφάλεια.

Κατέβηκε και άρχισε να ασχολείται με το συνδυασμό. Ξάφνου, αισθάνθηκε στο δέρμα του σβέρκου του τη θέρμη της Στέλλας. Της είπε με θυμό να επιστρέψει στο αυτοκίνητο, θα έφερνε αυτός τις βέρες, δεν έπρεπε να χάσουν ούτε λεπτό.

«Αν τις βρεις!» είπε εκείνη. «Γιατί μόνο εγώ ξέρω πού είναι!»

«Πού είναι;» ρώτησε χαζά.

«Εκεί που τις έκρυψα, φυσικά.»

Tην κοίταξε προσεκτικά: σκούρες ίριδες, μυτούλα με λεπτά ρουθούνια, στόμα στο σχήμα φράουλας, που έμοιαζε να σε παρακαλάει να το δαγκώσεις. Δέρμα λείο, με μια ελαφρά απόχρωση του καφέ _ μακρινός αντίλαλος κάποιου μελαχρινού προγόνου. Αισθάνθηκε τη μυρωδιά της και το αίμα στους κροτάφους του άρχισε να κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα. Την άφησε να μπει πρώτη. Καθώς ανέβαιναν τη σκάλα προς τον πάνω όροφο, τα χέρια του, σαν από μόνα τους, της σήκωσαν την κοντή φούστα. Τα δάχτυλά του γλίστρησαν πάνω στο καλτσόν της. Εκείνη έβγαλε αυτά που φορούσε με απίστευτη ταχύτητα, προσέχοντας ταυτόχρονα να μην τα τσαλακώσει. Προσεκτική και ψύχραιμη, κατάφερε να τραβήξει τα μάλλινα στρωσίδια από το κρεβάτι, πάνω στο οποίο εκείνος την απίθωσε λαχανιασμένος. Στον ανεμοστρόβιλο που ακολούθησε χάθηκαν όλες οι λεπτομέρειες.

Συνήλθαν λίγο αργότερα. Εκείνος, ακίνητος, πάνω στα μάλλινα στρωσίδια, στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε, την ώρα που έβγαινε από το μπάνιο: με κινήσεις αλάνθαστες κούμπωσε το σουτιέν της, φόρεσε το κορμάκι, σούρωσε στα δάχτυλά της το αραχνοΰφαντο καλτσόν της και το πέρασε στα πόδια της _ μια τελετουργία που, για να την κάνει ένας άντρας, θα έπρεπε να ξοδέψει πολλαπλάσιο χρόνο.

«Μη με κοιτάς και σήκω να πλυθείς», του είπε εκείνη.

«Άφησα τα τσιγάρα στο αυτοκίνητο», είπε εκείνος, σκεπτόμενος ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να την παρατηρεί, αν κρατούσε τσιγάρο στα χέρια του.

«Τώρα δεν καπνίζουμε! Σήκω να συμμαζέψω λίγο το κρεβάτι, γιατί οι άλλοι στο μοναστήρι θα πρέπει να ’χουν αρχίσει να χορεύουν μόνοι τους το χορό του Ησαΐα.»

Ο σχεδόν επαγγελματικός τόνος της φωνής της και οι γεμάτες ακρίβεια κινήσεις της τον είχαν γοητεύσει. Του άρεσε να κοιτάζει το καλοσχηματισμένο της σώμα και τις κοφτές αστραπές των βλεμμάτων της. Υπήρχε ακόμα κάτι το εφηβικό πάνω της, αλλά φαινόταν ότι πολύ σύντομα θα γινόταν μια ενεργητική, κομψή και δυναμική γυναίκα.

«Είσαι φοβερή! Το ήξερα ότι κάποια μέρα θα σε είχα.»

«Το ήξερες... Τα ίδια λέτε όλοι οι άντρες. Αφού πρώτα γίνει ό,τι γίνει. Σαν υστερόγραφο.»

«Με συγκρατούσε η σκέψη του Νίκι. Είναι φιλαράκι.»

«Η φιλία ως χαλινάρι στον αντρικό εγωισμό. Ενδιαφέρον θέμα για συζήτηση. Μου είναι δύσκολο να το πιστέψω. Αλλά τι να πούμε και για το γυναικείο εγωισμό, που δε χαλιναγωγείται με τίποτε.»

Είχε σπουδάσει Ρητορική στο Πανεπιστήμιο του Βελίκο Τέρνοβο και, παρά το γεγονός ότι τρία χρόνια τώρα δεν μπορούσε να βρει δουλειά πουθενά, θυμόταν με ακρίβεια τα διάφορα κλισέ από τις διαλέξεις που είχε παρακολουθήσει. Αλλά τώρα δεν είχε καιρό για φιλοσοφίες.

«Πήγαινε να πλυθείς! Ο Νίκι δεν έχει δυνατή όσφρηση, αλλά η δικιά σου ξέρει καλά από μυρωδιές...»

Ο Τζίμι σηκώθηκε και φόρεσε τις παντόφλες, που του πέταξε στα πόδια. Εκείνη τον κοίταξε. Θα είχε σώμα αρσιβαρίστα, αν δεν περνούσε πολλές ώρες πίσω το γραφείο του υποδιευθυντή εργοστασίου. Μια σγουρή χλωρίδα από κοντές μαύρες τρίχες κάλυπτε το στήθος του, κατέβαινε προς το ηλιακό του πλέγμα κι έσμιγε με την τριχοφυΐα του υπογαστρίου του. Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε εκεί.

«Γυμνός είσαι καλύτερος!»

«Τώρα τις φτιάξατε τις βέρες;»

Η Ροσίτσα στεκόταν στην είσοδο της αυλής του μοναστηριού, εκνευρισμένη από την αργοπορία τους και από το γεγονός ότι ο Νίκι έδινε περισσότερη προσοχή στο δόκιμο παρά στην ίδια.

«Αργήσαμε;» την κοίταξε έκπληκτος ο Τζίμι. «Δεν το κούνησα από το αυτοκίνητο...»

«Αλλά ο κόμπος σου κουνήθηκε», του είπε εκείνη και του διόρθωσε τη γραβάτα. «Νομίζω ότι το πρωί την είχες δέσει αλλιώς.»

«Χαλάρωσε.»

Ο Νίκι, ακούγοντας τη συζήτησή τους, άγγιξε τη δική του γραβάτα. Η Στέλλα τον κοίταξε.

«Ωραία είναι η γραβάτα σου, αλλά του Τζίμι δεν παίζεται με τίποτε.»

«Εγώ του έδεσα τον κόμπο», είπε ο Νίκι.

«Τι επιδέξιο που είναι το αγόρι μου!» Κι έτριψε το μάγουλό της στο δικό του. Ήταν δυο τρία εκατοστά πιο ψηλή από εκείνον, γι’ αυτό και φορούσε παπούτσια με χαμηλά τακούνια. Και το χτένισμά της ήταν τέτοιο, ώστε να φαίνονται ίδιοι στο ύψος, όταν θα στέκονταν μπροστά στον ιερέα. Δεν έδινε μεγάλη σημασία σ’ αυτά τα πράγματα, αλλά δεν ήθελε να δημιουργεί παραπανίσια κόμπλεξ στον μελλοντικό της σύζυγο. Φυσικά είχε παρατηρήσει ότι ο Νίκι γλυκοκοίταζε την κουμπάρα, σαν άντρας με αισθητική κάτω του μετρίου, που του αρέσουν οι γυναίκες με τα μεγάλα βυζιά, τα στιβαρά μπούτια και τους τουρλωτούς κώλους.

Μέσα στην εκκλησία έκανε αρκετό κρύο. Έκαιγαν ελάχιστα κεριά για οικονομία, ψηλά, στον τρούλο, πολλά τζάμια ήταν σπασμένα και έμπαινε αέρας, ενώ ο καπνός του θυμιατού είχε αναληφθεί στους ουρανούς. Ραγισμένο ήταν και το ένα τζαμάκι των γυαλιών του πατέρα Ιωάννη, του ηγούμενου, ο οποίος εμφανίστηκε φορώντας ένα πετραχήλι πάνω από το φθαρμένο του ράσο. Ήταν ένα γεροντάκι, κοντά στα ογδόντα, με κατάλευκη γενειάδα και άτριχο κρανίο, αλλά με ρόδινα μάγουλα. Όταν άρχισε να ψέλνει, η ανάσα του μύριζε νεσκαφέ. Θα τον είχε πιει στην ανάπαυλα, ανάμεσα στα δύο μυστήρια.

Ο δόκιμος άναψε με τον αναπτήρα του τις μεγάλες λαμπάδες, μπροστά στο τέμπλο. Έφερε το Ευαγγέλιο.

«Ευλογητός ο Θεός ημών!» άρχισε να ψέλνει ο πατήρ Ιωάννης, αλλά παρατήρησε ότι οι γαμήλιες κορόνες δεν είχαν ακόμα μεταφερθεί. Ο δόκιμος κάτι συζητούσε με το γαμπρό. «Τα καλαθάκια, Ευστάθιε, μην ξεχνάς τα καλαθάκια!»

«Αμέσως, πάτερ», έτρεξε στο Ιερό ο δόκιμος κι έφερε τις δύο γαμήλιες κορόνες, που ήταν κατασκευασμένες από κίτρινο μέταλλο και είχαν σταγόνες κόκκινης μπογιάς, εκεί όπου θα έπρεπε να λάμπουν τα ρουμπίνια που έχουν οι κανονικές κορόνες.

«Ας συνεχίσουμε!» είπε ο ιερέας και κοίταξε τον κουμπάρο. «Κύριε Ντιαμάντιεφ, κατάλαβα ότι σκοπεύετε να κάνετε ένα θεάρεστο έργο...»

Η ιδέα για καινούργια κολυμπήθρα, μεταφερμένη στον δόκιμο από το γαμπρό, είχε φτάσει και στα αυτιά του ιερέα.

«Κανένα πρόβλημα, πάτερ!» είπε ο Τζίμι.

«Η εκκλησία μας έχει ανάγκη από ανθρώπους σαν εσένα. Ευστάθιε, γράψε το τηλέφωνο του κυρίου, γιατί μόνο τα γραφτά μένουν.»

Ο πατήρ Ιωάννης έβγαλε από κάποια τσέπη του ράσου του ένα τομίδιο κι άρχισε να διαβάζει τα κείμενα, τραβώντας και υψώνοντας τη φωνή του, εκεί όπου υπήρχαν τελείες. Καταλάβαιναν κάποιες λέξεις αλλά δεν έβγαζαν νόημα. Η προσμονή τους ν’ ακούσουν κάτι σοφό είχε μετατραπεί σε ένταση και η ένταση σε εκνευρισμό _ να τελειώσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν. Τη θέση της συγκίνησης από την ένωση δύο ψυχών και δύο σωμάτων, είχε καταλάβει μια απέραντη ανία, την οποία ο βουλγαρικός λαός είχε εκφράσει κάποτε με την παροιμία «Στραβός παπάς, σκοτεινή εκκλησία, σύντομο Ευαγγέλιο».

Στο τέλος, ο Τζίμι μέτρησε κάμποσα χαρτονομίσματα στο χέρι του δόκιμου, αντάλλαξαν τους αριθμούς των τηλεφώνων τους και ο ιερέας τους υποσχέθηκε να τους βαφτίσει τζάμπα και με την πιο σύντομη διαδικασία, αν δεν είχαν βαφτιστεί.

«Να έχετε υπόψη σας ότι η βάφτιση δεν είναι όπιο του λαού, όπως έλεγαν παλιότερα οι κομουνιστές», είπε ο ιερέας, «αλλά χτύπημα του κακού στη ρίζα του. Πρόσφατα βαφτίσαμε έναν επιχειρηματία και οι δουλειές του άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα. Σου το λέω, κύριε Ντιαμάντιεφ, γιατί ακούω ότι κάνεις κι εσύ μπίζνες και μάλιστα με επιτυχία.»

«Πιο σιγά, να μη μας ακούσει ο Εξαποδώ!» γέλασε η Ροσίτσα και στο ένα μάγουλό της εμφανίστηκε ένα γοητευτικό λακκάκι.

«Ας μην πιάνουμε τ’ όνομά του στο στόμα μας», πρότεινε ο ιερωμένος. «Για να μη νομίσει ότι εξαρτιόμαστε από τα έργα του.»

«Δίκιο έχεις, πάτερ», είπε ο Τζίμι κι έσκυψε και του φίλησε το χέρι.

Ο πατήρ Ιωάννης, όταν ελευθέρωσε το χέρι του, τον σταύρωσε.

Τα θορυβώδη γαμήλια γλέντια των προηγούμενων δεκαετιών, με τους εκατοντάδες καλεσμένους και τους δέκα χιλιάδες κεφτέδες, θεωρούνταν πια αναχρονισμός. Η οικονομική κρίση περιόρισε τους καλεσμένους στους πιο απαραίτητους _ τους νεόνυμφους, τους γονείς και τους κουμπάρους. Εξαιρέσεις συνέβαιναν μόνον αν γινόταν λόγος για κάποιο σημαντικό μέλος του σογιού, κάποιον βουλευτή ή πολιτικό. Η γιορτή γινόταν στο σαλόνι του σπιτιού και μερικές φορές έξω απ’ την πόλη, αν υπήρχε κάποιο εξοχικό, όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Η βίλα του Ντιαμάντιεφ είχε χτιστεί στη δεκαετία του εβδομήντα από τον συνταγματάρχη Ιβάν Λούκοφ και διέθετε σκεπαστή βεράντα και φυλάκιο για φρουρά, δίπλα στην είσοδο. Κάτω από τη βεράντα βρισκόταν η καλοκαιρινή κουζίνα, το πάτωμα της οποίας ήταν σκεπασμένο με πέτρινες πλάκες. Ένας καλός πολιτικός μηχανικός, φίλος του συνταγματάρχη, είχε βάλει τα δυνατά του, για να μετατρέψει το παλιό αρχοντικό σε επίτευγμα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Τούρκικα κεραμίδια στη σκεπή, ασβέστης στους τοίχους, γαλάζια πλαίσια γύρω από τα παράθυρα. Σφυρήλατες λάμπες στην είσοδο, αλλά και στους χαμηλούς, ξύλινους στύλους, δίπλα από τα καλντερίμια των μονοπατιών της αυλής. Ανάμεσα στους περιποιημένους θάμνους της αυλής, μια βρύση κτισμένη από κοκκινωπό αμμόλιθο, μ’ ένα πεντάκτινο αστέρι στην κορυφή της. Ωστόσο, πιο εντυπωσιακός ήταν ο τούβλινος φούρνος για τα ψητά, που χωρούσε μέχρι τέσσερα ταψιά, με ατσάλινη πόρτα, ειδική παραγγελία από το εργοστάσιο του Στάρι Xαν, που ήταν γνωστό ως Ε.Π.Ο.Υ. _ Εργοστάσιο Παραγωγής Οικοδομικών Υλικών. Άναβε με πετρέλαιο, αλλά ο σχεδιαστής της είχε προβλέψει να δουλεύει μια χαρά και με κούτσουρα ή κάρβουνα. Το περασμένο φθινόπωρο, ο Τζίμι τον είχε ανάψει και με ξερά φύλλα και είχε καταφέρει να ψήσει ένα ταψί με γλυκοκολοκύθες. Aυτή ήταν και η μεγαλύτερη ταπείνωση που είχε υποστεί ο φούρνος. Στα περίπου είκοσι χρόνια της ζωής του, κάτω από το διάπυρο θόλο του είχαν περάσει ταψιά με δεκάδες αρνιά, κυπρίνοι από τον Δούναβη, μοσχαροκεφαλές μέσα σε ζυμάρι, καβουρμάδες, αγριοκούνελα, φασιανοί, πέρδικες, μπούτια ελαφιού και ζαρκαδιού, μεζέδες από αγριογούρουνο. Ύστερα από το χειμώνα του 1990, όμως, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν πολύ άσχημα. Ο Λούκοφ εγκατέλειψε απότομα τα εγκόσμια και οι τιμές των τροφίμων ανέβηκαν κάμποσες φορές. Ήταν σχεδόν αγένεια το να μαζεύεσαι με φίλους γύρω από το τραπέζι, τη στιγμή, μάλιστα, που ο κατάλογος των φίλων άλλαζε διαρκώς... Παρ’ όλα αυτά, για το γάμο του Νίκι και της Στέλλας, με τους οποίους η οικογένεια Ντιαμάντιεφ έκανε παρέα το τελευταίο διάστημα, ο Τζίμι είχε καταφέρει ν’ αγοράσει από το Κενάρ ένα αρνί. Εκείνο το πρωί, είχε ανάψει το φούρνο στις εφτά, είχε βάλει το ταψί στις εννιά και δυο ώρες αργότερα το σπίτι μοσκοβολούσε ψητό αρνί.

Η σαλάτα με τα φρέσκα κρεμμυδάκια και τα ραπανάκια ήταν έτοιμη, μόνο λάδι και ξύδι χρειάστηκε να της βάλουν. Τοποθέτησαν το ταψί με το αρνί κατευθείαν στο τραπέζι, για να σερβίρεται ο καθένας μόνος του. Πλούσια ήταν και η επιλογή των ποτών: ρακή από σταφύλια και δαμάσκηνα, λευκό και κόκκινο κρασί, μπίρα και αναψυκτικά. Η ρακή από δαμάσκηνα χυνόταν σαν λάδι και τράβηξε αμέσως την προσοχή του νιόπαντρου. Έβαλε δυο τρεις φορές, ρουφώντας τη με ανυπομονησία, μέχρι που στο τέλος η Στέλλα σκέπασε το ποτήρι του με την παλάμη της. Τσακώθηκαν λιγάκι, η ρακή χύθηκε και λέρωσε το χαρτί, που ήταν ξεχασμένο στο τραπέζι. Ήταν το πιστοποιητικό γάμου, που τους είχε βγάλει ο πατήρ Ιωάννης.

«Μια χαρά αρχίζουμε!» είπε η Στέλλα. «Βεβηλώσαμε το χαρτί του γάμου μας!»

«Ήσυχα!» είπε ο Τζίμι και σκούπισε το ντοκουμέντο, με την άκρη του τραπεζομάντιλου. «Αν καταστράφηκε, θα βγάλουμε άλλο, ο ηγούμενος είναι δικός μας άνθρωπος, θα γίνω και σπόνσοράς τους.»

«Και ο Ευστάθιος είναι φιλαράκι μας!» είπε ο Νίκι.

«Το φιλαράκι μού φάνηκε λίγο κουνιστό», παρατήρησε η Στέλλα. «Μήπως είναι αδερφή; Τι σου ψιθύριζε στ’ αυτί;»

«Θέλει να μάθει αγγλικά. Του είπα ότι θα ρωτήσουμε την κυρία Βέσα...»

«Άρχισαν και οι παπάδες να την κοπανάνε στο εξωτερικό;» ρώτησε η Ροσίτσα. «Τι τα θέλει τα αγγλικά; Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν του αρέσει να υπηρετεί τον Θεό, ο ηγούμενος δεν έχει ούτε δολάρια ούτε μάρκα!»

«Κλονίζεται και η εκκλησία, όπως και όλα τα υπόλοιπα. Από τη φτώχεια. Η γεμάτη με μέλι κυψέλη δεν εγκαταλείπεται από τις μέλισσες _ αυτό είναι κανόνας!» Για πρώτη φορά, εδώ και κάμποσες ώρες ο Νίκι έδειχνε ενδιαφέρον για συζήτηση, και παρ’ όλο που η γλώσσα του ήταν λίγο βραδυκίνητη από τη ρακή, η σκέψη του ήταν ακόμα πεντακάθαρη.

«Περίμενε, Νίκι!» μπήκε στη μέση η Στέλλα. «Τι θα πει φτώχεια; Πώς γίνεται οι καθολικοί της Δύσης να είναι πλούσιοι και οι δικοί μας οι ορθόδοξοι να είναι φτωχοί;... Κι αυτό ίσχυε από πάντα. Η φτώχεια είναι αποτέλεσμα της ανικανότητάς τους! Έχουν μεγάλη περιουσία, κτήματα, κοπάδια, δασικές εκτάσεις και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο! Κι αυτοί βασίζονται στις πενταροδεκάρες, που ρίχνουμε στα παγκάρια!»

«Ας βρουν την άκρη μόνοι τους! Δε μας φτάνουν τα δικά μας προβλήματα, θα ασχοληθούμε και με τους παπάδες τώρα», είπε η Ροσίτσα και γέμισε τα ποτήρια, για ν’ αλλάξουν θέμα. Στην παρέα τους μόνο εκείνη δεν είχε τελειώσει πανεπιστήμιο. Φοβόταν τις πολιτικές και διανοουμενίστικες συζητήσεις, όπου δεν ήξερε πώς να συμμετέχει. Ως κόρη πρώην αξιωματικού των οργάνων ασφαλείας, ζούσε με το φόβο ότι μπορούσαν να τη θεωρήσουν αντίπαλη του σημερινού συστήματος. Αυτή ήταν η αιτία που έπεισε τον Νίκι και τη Στέλλα να κάνουν θρησκευτικό γάμο, τάχα ότι αυτό ήταν πολύ πιο επίσημο, στην εκκλησία του Στάρι Xαν, αλλά, στην πραγματικότητα, το έκανε για να μαθευτεί. Ήθελε και αυτή και ο Τζίμι να βαφτιστούν και να παντρευτούν στην εκκλησία. Ο άντρας της δε συμφωνούσε, όμως εκείνη, αν και ακόμα αβάφτιστη, φορούσε στο λαιμό της ένα χρυσό σταυρό επτά εκατοστών, που κρεμόταν σε μια αλυσίδα δεκατεσσάρων καρατίων.

«Μη μου βάζεις άλλο», είπε ο Τζίμι και τράβηξε το ποτήρι του. «Ήπια πολύ κι έχω και πολλή δουλειά μετά.»

«Τι δουλειά, αφού βρισκόμαστε σε καθεστώς γάμου;» γέλασε η Στέλλα, η οποία παρωδούσε τη γλώσσα της Βουλής, που είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής, εξαιτίας των απευθείας μεταδόσεων από την τηλεόραση.

«Στους γάμους, μόνον οι νιόπαντροι έχουν δουλειά, όχι ο κουμπάρος!» είπε η Ροσίτσα. «Η δική μας δουλειά τελειώνει εδώ. Εσείς να βιαστείτε, γιατί φέτος πάντρεψα, του χρόνου θέλω να βαφτίσω!»

«Ο δουλευταράς μου!» η Στέλλα έγειρε προς το μέρος του Νίκι και τον φίλησε. «Τι γάμος είναι αυτός; Ακόμα δε χτυπήσατε τα πιάτα, για να φιληθούμε! Ήρθε η ώρα να φιλήσω το δουλευταρά μου και να τον κουβαλήσω στο γαμήλιο κρεβάτι μας! Άντε, Νίκι... Σήκω να πάμε να ξαπλώσουμε!»

Οι κουμπάροι χειροκρότησαν τη σκηνή, χτύπησαν τα πιάτα με τα πιρούνια τους κι ο νεόνυμφος κατάλαβε ότι σκοπός του φιλιού ήταν το να τον απομακρύνει από το μπουκάλι με τη ρακή.

 

Tags: Κλινική στον τρίτο όροφο σειρά μικρή οθόνη
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus