The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Η Γεφυρα του Δουνάβη” του Γκεόργκι Μίσεβ

24 Σεπτέμβριος 2015 / 09:09:36  GRReporter
5843 αναγνώσεις

Ο Τζίμι σηκώθηκε και φόρεσε τις παντόφλες, που του πέταξε στα πόδια. Εκείνη τον κοίταξε. Θα είχε σώμα αρσιβαρίστα, αν δεν περνούσε πολλές ώρες πίσω το γραφείο του υποδιευθυντή εργοστασίου. Μια σγουρή χλωρίδα από κοντές μαύρες τρίχες κάλυπτε το στήθος του, κατέβαινε προς το ηλιακό του πλέγμα κι έσμιγε με την τριχοφυΐα του υπογαστρίου του. Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε εκεί.

«Γυμνός είσαι καλύτερος!»

«Τώρα τις φτιάξατε τις βέρες;»

Η Ροσίτσα στεκόταν στην είσοδο της αυλής του μοναστηριού, εκνευρισμένη από την αργοπορία τους και από το γεγονός ότι ο Νίκι έδινε περισσότερη προσοχή στο δόκιμο παρά στην ίδια.

«Αργήσαμε;» την κοίταξε έκπληκτος ο Τζίμι. «Δεν το κούνησα από το αυτοκίνητο...»

«Αλλά ο κόμπος σου κουνήθηκε», του είπε εκείνη και του διόρθωσε τη γραβάτα. «Νομίζω ότι το πρωί την είχες δέσει αλλιώς.»

«Χαλάρωσε.»

Ο Νίκι, ακούγοντας τη συζήτησή τους, άγγιξε τη δική του γραβάτα. Η Στέλλα τον κοίταξε.

«Ωραία είναι η γραβάτα σου, αλλά του Τζίμι δεν παίζεται με τίποτε.»

«Εγώ του έδεσα τον κόμπο», είπε ο Νίκι.

«Τι επιδέξιο που είναι το αγόρι μου!» Κι έτριψε το μάγουλό της στο δικό του. Ήταν δυο τρία εκατοστά πιο ψηλή από εκείνον, γι’ αυτό και φορούσε παπούτσια με χαμηλά τακούνια. Και το χτένισμά της ήταν τέτοιο, ώστε να φαίνονται ίδιοι στο ύψος, όταν θα στέκονταν μπροστά στον ιερέα. Δεν έδινε μεγάλη σημασία σ’ αυτά τα πράγματα, αλλά δεν ήθελε να δημιουργεί παραπανίσια κόμπλεξ στον μελλοντικό της σύζυγο. Φυσικά είχε παρατηρήσει ότι ο Νίκι γλυκοκοίταζε την κουμπάρα, σαν άντρας με αισθητική κάτω του μετρίου, που του αρέσουν οι γυναίκες με τα μεγάλα βυζιά, τα στιβαρά μπούτια και τους τουρλωτούς κώλους.

Μέσα στην εκκλησία έκανε αρκετό κρύο. Έκαιγαν ελάχιστα κεριά για οικονομία, ψηλά, στον τρούλο, πολλά τζάμια ήταν σπασμένα και έμπαινε αέρας, ενώ ο καπνός του θυμιατού είχε αναληφθεί στους ουρανούς. Ραγισμένο ήταν και το ένα τζαμάκι των γυαλιών του πατέρα Ιωάννη, του ηγούμενου, ο οποίος εμφανίστηκε φορώντας ένα πετραχήλι πάνω από το φθαρμένο του ράσο. Ήταν ένα γεροντάκι, κοντά στα ογδόντα, με κατάλευκη γενειάδα και άτριχο κρανίο, αλλά με ρόδινα μάγουλα. Όταν άρχισε να ψέλνει, η ανάσα του μύριζε νεσκαφέ. Θα τον είχε πιει στην ανάπαυλα, ανάμεσα στα δύο μυστήρια.

Ο δόκιμος άναψε με τον αναπτήρα του τις μεγάλες λαμπάδες, μπροστά στο τέμπλο. Έφερε το Ευαγγέλιο.

«Ευλογητός ο Θεός ημών!» άρχισε να ψέλνει ο πατήρ Ιωάννης, αλλά παρατήρησε ότι οι γαμήλιες κορόνες δεν είχαν ακόμα μεταφερθεί. Ο δόκιμος κάτι συζητούσε με το γαμπρό. «Τα καλαθάκια, Ευστάθιε, μην ξεχνάς τα καλαθάκια!»

«Αμέσως, πάτερ», έτρεξε στο Ιερό ο δόκιμος κι έφερε τις δύο γαμήλιες κορόνες, που ήταν κατασκευασμένες από κίτρινο μέταλλο και είχαν σταγόνες κόκκινης μπογιάς, εκεί όπου θα έπρεπε να λάμπουν τα ρουμπίνια που έχουν οι κανονικές κορόνες.

«Ας συνεχίσουμε!» είπε ο ιερέας και κοίταξε τον κουμπάρο. «Κύριε Ντιαμάντιεφ, κατάλαβα ότι σκοπεύετε να κάνετε ένα θεάρεστο έργο...»

Η ιδέα για καινούργια κολυμπήθρα, μεταφερμένη στον δόκιμο από το γαμπρό, είχε φτάσει και στα αυτιά του ιερέα.

«Κανένα πρόβλημα, πάτερ!» είπε ο Τζίμι.

«Η εκκλησία μας έχει ανάγκη από ανθρώπους σαν εσένα. Ευστάθιε, γράψε το τηλέφωνο του κυρίου, γιατί μόνο τα γραφτά μένουν.»

Ο πατήρ Ιωάννης έβγαλε από κάποια τσέπη του ράσου του ένα τομίδιο κι άρχισε να διαβάζει τα κείμενα, τραβώντας και υψώνοντας τη φωνή του, εκεί όπου υπήρχαν τελείες. Καταλάβαιναν κάποιες λέξεις αλλά δεν έβγαζαν νόημα. Η προσμονή τους ν’ ακούσουν κάτι σοφό είχε μετατραπεί σε ένταση και η ένταση σε εκνευρισμό _ να τελειώσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν. Τη θέση της συγκίνησης από την ένωση δύο ψυχών και δύο σωμάτων, είχε καταλάβει μια απέραντη ανία, την οποία ο βουλγαρικός λαός είχε εκφράσει κάποτε με την παροιμία «Στραβός παπάς, σκοτεινή εκκλησία, σύντομο Ευαγγέλιο».

Στο τέλος, ο Τζίμι μέτρησε κάμποσα χαρτονομίσματα στο χέρι του δόκιμου, αντάλλαξαν τους αριθμούς των τηλεφώνων τους και ο ιερέας τους υποσχέθηκε να τους βαφτίσει τζάμπα και με την πιο σύντομη διαδικασία, αν δεν είχαν βαφτιστεί.

«Να έχετε υπόψη σας ότι η βάφτιση δεν είναι όπιο του λαού, όπως έλεγαν παλιότερα οι κομουνιστές», είπε ο ιερέας, «αλλά χτύπημα του κακού στη ρίζα του. Πρόσφατα βαφτίσαμε έναν επιχειρηματία και οι δουλειές του άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα. Σου το λέω, κύριε Ντιαμάντιεφ, γιατί ακούω ότι κάνεις κι εσύ μπίζνες και μάλιστα με επιτυχία.»

«Πιο σιγά, να μη μας ακούσει ο Εξαποδώ!» γέλασε η Ροσίτσα και στο ένα μάγουλό της εμφανίστηκε ένα γοητευτικό λακκάκι.

«Ας μην πιάνουμε τ’ όνομά του στο στόμα μας», πρότεινε ο ιερωμένος. «Για να μη νομίσει ότι εξαρτιόμαστε από τα έργα του.»

«Δίκιο έχεις, πάτερ», είπε ο Τζίμι κι έσκυψε και του φίλησε το χέρι.

Ο πατήρ Ιωάννης, όταν ελευθέρωσε το χέρι του, τον σταύρωσε.

Tags: Κλινική στον τρίτο όροφο σειρά μικρή οθόνη
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus